Εδινα - λέει - κάποιες εξετάσεις πολύ σημαντικές, με τις οποίες θα έπαιρνα το απίστευτο πτυχίο.
Βρέθηκα σε ένα χώρο υπαίθριο, πλακόστρωτο, έξω από ένα μεγάλο πέτρινο κτίριο.
Δίπλα, με μόνο μία τάφρο 3-4 μέτρα να τα χωρίζει, βρίσκονταν ένα άλλο πέτρινο κτίριο με υπαίθριο χώρο μπροστά του και αυτό.
Το πλακόστρωτο ήταν γεμάτο θρανία και σε κάθε θρανίο ένας υποψήφιος.
Μας μοίρασαν τις κόλες, και άρχισε ο διαγωνισμός.
Ηταν κάτι σαν εξετάσεις proficiency, με πολλαπλής επιλογής, ψιλοεκθεσούλες, κλπ. Δύσκολα πάντως, θυμάμαι να ζορίζομαι πολύ.
Μας μάζεψαν τις κόλες και τις διόρθωσαν αμέσως.
Δύο μόνο ήταν σωστές. Η δική μου και ενός άλλου τύπου.
Οταν λίγο μετά με κάλεσαν στην επιτροπή, μου έδωσαν θερμά συγχαρητήρια, φιλιά και αγκαλιές από ένα γκομενάκι της επιτροπής, έκατσα εκεί και μου πήρε μία μίνι συνέντευξη, ο πρόεδρος της επιτροπής, ένας νεαρός λίγο πιο νέος από εμένα, παχουλός και ξανθοτρίχης.
"Συγχαρητήρια, φανταστική απόδοση, πως το καταφέρατε; Προφανώς εργάζεστε, ε;"
"Ε, ναι -λέω - εργάζομαι τόσα χρόνια στην τάδε εταιρία με την τάδε θέση"
"Εμ βέβαια -λέει- έτσι εξηγείται... απίστευτο γραπτό, συγχαρητήρια και πάλι. Κι εγώ θέλω τώρα να πάω στην τάδε εταιρία" και μερικά ακόμα σάλια.
Μετά ξανακάτσαμε στις θέσεις μας για ένα ακόμα διαγωνισμό όπου θα έπρεπε να γράφουμε ότι ακούμε.
Το πρώτο θέμα ήταν ένα ροκαμπίλι τραγούδι, παιγμένο από βινύλιο, με τόσα σκρατς όσα έχουν όλοι οι δίσκοι της μάνας μου μαζί.
Οριακά ξεχώριζα τις μισές λέξεις και τις σημείωνα σε ένα μικρό τεφτέρι με σπιράλ.
Εν τω μεταξύ πολύς κόσμος είχε σηκωθεί όρθιος και συνέχιζε να σημείωνει, οπότε σηκώθηκα κι εγώ.
Οταν γέμισα την πρώτη σελίδα, συνέχισα να σημειώνω πάνω στις πέτρες της μάντρας του χώρου που βρισκόμουν.
Αλλαξαν αρκετά τραγούδια όταν σκέφτηκα ότι θα ήταν αδύνατον να παραδώσω τις πέτρες στην επιτροπή αντί για το σημειωματάριο, αλλά κοιτάζοντας γύρω μου είδα δύο πράγματα:
Πρώτον, όλοι έκαναν το ίδιο, γεγονός που με ανακούφισε και δεύτερον όχι μόνο είχαν εμφανιστεί πολλοί χεβυμεταλάδες ανάμεσα στον κόσμο αλλά και τα τραγούδια πλέον ήταν καρα-χεβυμέταλ, όπου φυσικά δεν καταλάβαινες χριστό από στίχους.
Ενας τύπος τότε, πηδάει την τάφρο και πάει στο διπλανό κτίριο, μπαίνει κάπου μέσα και βγαίνει με μία κλασική κιθάρα, με την οποία στήνεται σε ένα σκαμπό και αρχίζει να παίζει τα τραγούδια που ακούγονταν.
Ολος ο κόσμος τότε άρχισε να πηδάει την τάφρο για να πάει μπροστά του στο διπλανό πλακώστρωτο.
Εγώ δεν ήθελα, αλλά το κύμα του κόσμου με πέταξε κυριολεκτικά απέναντι.
Τότε μπήκαν κι άλλοι στο κτίριο και βγήκανε με ντέφια κλπ και συνέχισαν όλοι μαζί να κάνουν ότι είναι - και καλά - γκρουπ, που παίζει τη μουσική, και ο κόσμος από κάτω να κάνει headbanging ασταμάτητα.
Απέναντι υπήρχε ένα ψηλό πέτρινο κτίριο σαν κάστρο.
Παρατήρησα στα γύρω σοκάκια, κόσμο από τους εξεταζόμενους να περιφέρεται με ύφος, φορώντας κράνη και πανοπλίες τύπου ρομπέν των δασών και να κρατάει ασπίδες και δόρατα.
Μπήκα μέσα στο κτίριο όπου έβγαιναν τα όργανα και άρχισα να περιπλανιέμαι στους διαδρόμους. Ολες οι πόρτες φυλάσσονταν από ζεύγη τέτοιων τύπων με τέτοια αμφίεση, με χρέη φρουρών. Δεν μου απαγόρευσαν την είσοδο πουθενά πάντως.
Κατεβαίνοντας πολλά σκαλιά και πολλους ορόφους έφτασα στον πάτο όπου βρίσκονταν μία ομάδα κανονικά ντυμένων μπροστά από μία δίφυλη πύλη.
Η πύλη είχε ανάγλυφα μεταλλικά ανθρώπινα σώματα, σε φυσικές στάσεις.
Ξεχώριζα χέρια, πόδια και υπήρχαν ρίζες που είχαν μπλεχτεί σε αυτά και ένωναν τα δύο φύλα κρατώντας τη πύλη κλειστή.
Τότε είδα ότι η ομάδα, ξέμπλεκε τις ρίζες για να ανοίξει τη πύλη.
Αυτό με φόβισε πολύ και αποφάσισα να απομακρυνθώ.
Ανεβηκα πάλι όλα τα σκαλιά, οι φρουροί με άφηναν να περάσω από παντού, βγήκα στο πλακώστρωτο και με κάποιον τρόπο βρέθηκα στην κορυφή του απέναντι πύργου.
Εκεί διαπίστωσα ότι η κατάσταση ήταν απίστευτη.
Χεβυμεταλάδες να χτυπιούνται - μάλιστα είδα και τον lemonostiftis και τον ρώταγα ποιο τραγούδι παίζει, και μου είπε ότι το συγκρότημα είναι οι Denon! - ένστολοι του μεσαίωνα να κυκλοφορούν παντού, άλλοι να φυλάνε πόρτες, δεν ήθελα και πολύ και αποφάσισα να εξαφανιστώ.
Οντας στην ταράτσα του πύργου, και για κάποιον λόγο που μάλλον αντέγραψα από κάποιο έργο, άρχισα να κάνω βήματα προς τα πίσω. Προς το χείλος της ταράτσας δηλαδή.
Οταν οι φτέρνες μου βγήκαν σχεδόν στο κενό (καμιά 20αρία μέτρα) πρόσεξα ότι ο τοίχος ήταν καλυμμένος με κάτι σαν κισσό, μόνο που ήταν κλαδιά δέντρου.
Οταν λοιπόν βγήκαν οι φτέρνες μου στο κενό, τα κλαδιά όρμησαν και με άρπαξαν από τα πόδια τραβώντας με κάτω.
Επεσα στο κενό, αλλά κρατήθηκα με τα χέρια από την ταράτσα.
Τα κλαδιά τυλίγονταν και ξετυλίγονταν πάνω μου τραβώντας με στο κενό, σκίζοντας μου τα ρούχα και το δέρμα στην πλάτη και τα μπράτσα.
Ηταν αδύνατον να παραμείνω κρεμασμένος από την ταράτσα, οπότε αποφάσισα να πηδήξω κάτω αιφνιδιάζοντας το δέντρο που με ξέσχιζε.
Καθώς έπεφτα πιανόμουν από κλαδί σε κλαδί και κατάφερα τελικά να ξεγλυστρίσω ματωμένος από τα κλαδιά.
Μετά χτύπησε το ξυπνητήρι, και τα μάτια μου είναι ξερά ακόμα...