Τρίτη 8 Απριλίου 2008

Μιχάλης Αλεξανδρόπουλος #3

6
Σκάβαμε και μαστορεύαμε όλοι μαζί. Πιάναμε δουλειά αργά το βράδυ και φεύγαμε το πρωί. Όταν τελειώσαμε τα σκαψίματα, έφυγαν ο Βαγγέλης, ο Αλέκος και ο Παναγής και μείναμε εγώ και ο Γιάννης. Βαλθήκαμε τώρα να διαμορφώσουμε το χώρο κάτω για να τακτοποιήσουμε τη μηχανή, τα τυποστοιχεία και εργαλεία. Το ραδιόφωνο και ένα υποτυπώδες μηχάνημα για να γεμίζουμε τις μπαταρίες για το ραδιόφωνο.
Για φωτισμό είχαμε ασετιλίνες που πολλές φορές κινδυνεύσαμε να πάθουμε ασφυξία. Εν τω μεταξύ κατάφερα να πάρω και ένα συνάδελφο και φίλο μου τον Κώστα Κατσούλη, αθλητικό τύπο και πιστό, μας έστειλε ένα σύνδεσμο και η οργάνωση και έτσι τακτοποιηθήκαμε πιο γρήγορα και άρχισε η δουλειά.
Για την μεταφορά του μηχανήματος ανετέθη στον Κανάκη και πήγε με πολύ κίνδυνο και το έφερε από την Καλαμαριά νομίζω. Λεω νομίζω γιατί φρόντιζα να μην ξέρω ούτε πολλά πρόσωπα, ούτε δουλειές που δεν ήταν δικές μου. Αυτή την τακτική είχε και η οργάνωση. Αλλά ξέρω ότι είχε περιπέτειες στη μεταφορά.
Παίρναμε ειδήσεις από το ραδιόφωνο, μας έστελνε και η οργάνωση και πρώτη βγάλαμε την "Ελευθερία" όργανο του Μακεδονικού γραφείου του ΕΑΜ. Δεύτερη εφημερίδα βγάλαμε τα "Συμμαχικά Νέα", τη "Σπίθα" κ.α. Η δουλειά ήταν πολύ.
Τις περισσότερες φορές δουλεύαμε νύχτα για να μην ακούγεται η μηχανή. Τη νύχτα έπρεπε επίσης να βγούμε για να πάρουμε αέρα που έκλειναν οι πόρτες του κήπου. Ένας φύλαγε σκοπός κρυμμένος μήπως μπει κανένας από τα σύρματα και μας πιάσει στα πράσα, διότι αφήναμε και την τρύπα ανοιχτή να αεριστεί. Έπρεπε να φυλαγόμαστε. Υπήρχε κίνδυνος να βρεθούμε σε κάποιο μπλόκο τυχαία, να πιαστούμε ή να καθυστερήσουμε και τότε έπρεπε να αχρηστευτεί ο μηχανισμός.
Κανένας δεν ήξερε που βρίσκεται και ποιοι είναι στο μηχανισμό εκτός από τους τρεις του Μ.Γ. και μιας κοπέλας σύνδεσμου που μας έφερνε παραγγελίες και που έπαιρνε τον τύπο. Όταν χρειαζόταν κάποια επείγουσα επισκευή κανενός από τα μηχανήματα, έβγαινα εγώ με χίλιες προφυλάξεις, τελείωνα τη δουλειά μου και γύριζα αμέσως. Αν συνέβαινε να βρω επισκέψεις στον Κήπο, (ανθοπώλες που έρχονταν να πάρουν λουλούδια ή φίλους του Παντελή) προσποιούμουν κι εγώ τον επισκέπτη και μόλις έφευγαν χωνόμουν στην τρύπα.
Μια φορά μας χάλασε το ραδιόφωνο και αναγκάστηκα να βγω να ψάξω για τεχνίτη. Πράγματι βρήκα έναν καλό και έμπιστο τεχνίτη. Το βάλαμε σ' ένα τσουβάλι, διότι ήταν μεγάλο και βαρύ και το φορτώθηκε ο Μήτσος ο οποίος ήταν λεβέντης και ξεκινήσαμε. Μπρος αυτός και πίσω εγώ με το χέρι στο πιστόλι, έτοιμος σε κάθε κίνδυνο. Φτάσαμε στην Μ. Αλεξάνδρου και μπήκαμε σε μια στοά όπου στο 20 πάτωμα ήταν ο τεχνίτης. Ανεβαίνοντας τη σκάλα ο Μήτσος με το τσουβάλι στην πλάτη και 'γω από πίσω βλέπω ένα γερμανό αξιωματικό να κατεβαίνει και για μια στιγμή διασταυρώθηκαν με το Μήτσο και παραμέρισε ο γερμανός αλλά ακούμπησε το χέρι του στο τσουβάλι, ίσως αφηρημένος.
7
Τέλος πάντων, τελειώσαμε τη δουλειά μας και με πολλά καρδιοχτύπια ξεκινήσαμε για το γυρισμό.
Δεν είχα ούτε καν το γυμνάσιο τελειωμένο, ούτε και Μαρξιστική μόρφωση δεν είχα, αλλά πάντοτε πρόβλημα γινόμουν ??????, πάντοτε μελετούσα την αδικία που κάθε μέρα και αν ακάλυπτα ότι υπάρχει παντού και τώρα που είναι κατοχή και πριν τον πόλεμο και πολύ πριν και κατέληξα στη σκέψη ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο από αδικία. Σε γενικές γραμμές υπάρχουν μόνο οι αδικούμενοι από τη μια και οι αδικούντες από την άλλη. Και γίνεται μια συνεχής πάλη, οι αδικούμενοι παλεύουν πως να αδικηθούν λιγότερο, δηλαδή πως να πάρουν περισσότερα από αυτά που τους κλέβουν και οι αδικούντες πως να αδικούν περισσότερο, δηλαδή πως να αρπάξουν περισσότερα από τους αδικημένους.
Υπάρχουν αδικούμενοι που στην προσπάθεια τους να αδικούνται λιγότερο, όλο και λιγότερο, πέφτουν στο λάθος να χρησιμοποιούν ανορθόδοξο τρόπο καλυτέρευσης της θέσης τους. Αλλά αυτά είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο. που λένε.
Τώρα ένας είναι ο σκοπός μας και ο προορισμός μας.
Πως να απελευθερώσουμε την πατρίδα μας.
Δεν έπρεπε να μείνουμε αδρανείς μπρος στο δράμα που περνούσε η πατρίδα μας, αλλά και όλη η ανθρωπότητα από τις φασιστικές ορδές. Τέλος πάντων, γυρίσαμε χωρίς άλλο επεισόδιο.
Μια άλλη φορά έπρεπε να πάμε στον τεχνίτη έναν ασύρματο. Έγινε σε δυο κομμάτια, μια βαλίτσα κι ένα δέμα αρκετά βαρύ, γι αυτό και το πήρε ο Τάκης Σαραντέλης, ένας λεβέντης, ο οποίος χρησιμοποιούταν πολύ για τις μεταφορές υλικού. Δώσαμε ραντεβού ακριβείας στην πλατεία Αλωνος. Ξεκίνησα με τη βαλίτσα στο χέρι έφτασα στην Ολύμπου, κι από κει έστριψα προς τα κάτω, πλάι από τα αρχαία και απέναντι από το εργατικό κέντρο.
Απροσεξία μου όμως, βλέπω από κάτω να ανεβαίνουν ακροβολισμένοι 4 - 5 ταγματασφαλίτες του Δάγκουλα. Τα έχασα γιατί δεν είχα καιρό να αλλάξω δρόμο. Αλλά δεν υπήρχαν περιθώρια για πολλές σκέψεις, συγκέντρωσα όλη μου την ψυχραιμία και προχώρησα κατ' απάνω τους.

8
Το μυαλό μου δούλευε εντατικά. Στη μέση του δρόμου και στο σημείο που θα συναντιόμαστε είδα σε ένα μπαλκόνι να κάθεται μια κοπέλα, που το φουστάνι της άφηνε να φαίνεται λίγο από τα πόδια της. Αρπάχτηκα αμέσως από αυτό. Το μάτι μου δεν ξεκόλλησε από αυτό. Την κοιτούσα τόσο ξελιγωμένα που όταν συναντηθήκαμε με τους άλλους στράφηκαν όλοι μαζί και το κοίταζαν κι αυτοί ξελιγωμένοι. Εν τω μεταξύ τους προσπέρασα και σε λίγο έστριψα το δρόμο.
Ήρθε η ψυχή μου στη θέση της. Τέλος παραδώσαμε τον ασύρματο τον τεχνίτη ο οποίος δεν ήταν της οργάνωσης αλλά ήταν καλός πατριώτης. Όταν πήγα να τον πάρω βρήκα μέσα στο μαγαζί δύο ξένους με πολιτικά. Μου παρέδωσε τον ασύρματο μέσα σε μια πάνινη σακούλα και μου είπε κάτι "ευχαριστώ για τα μήλα" ή κάτι τέτοιο.
Έφυγα και τον πήγα στο σπίτι μου για να τον πάρουν από κει άλλοι. Είχα να δω τη γυναίκα μου περί τους τέσσερις μήνες. Όταν μετά πολύ καιρό χρειάστηκε να πάω πάλι στο ίδιο μαγαζί, ο Λευτέρης (έτσι τον έλεγε τον τεχνίτη) μ' άρπαξε, μ' αγκάλιασε και με φιλούσε. Στην απορία μου μου είπε τα εξής: "...0 ένας από τους ανθρώπους που ήταν μέσα στο μαγαζί όταν έπαιρνες τον ασύρματο ήταν ο υπασπιστής του Δάγκουλα και μόλις έφυγες εσύ έφυγε κι αυτός, εγώ δέ, τον ακολούθησα ως ένα σημείο και είδα ότι ερχόταν σχεδόν από πίσω σου. Εγώ τόσο καιρό δεν ήξερα τι απέγινες και να σου πω την αλήθεια σ' έκλαιγα..." Αυτά και πόσα πιο μικρά και πιο μεγάλα πέρασαν οι απλοί άνθρωποι σαν εμένα που πρόθυμα δέχτηκαν να βοηθήσουν τους τιτάνες της λευτεριάς. Τι να πρωτοθυμηθώ.
Εν τω μεταξύ οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του Καΐρου, Λονδίνου και όλοι οι συμμαχικοί σταθμοί μας παρότρυναν και μας μοίραζαν παράσημα για να διαδίδουμε τα δελτία τους και να πολεμάμε τους κατακτητές. "Παρασημοφορούνται οι παράνομοι τυπογράφοι της Ελλάδος που ... κλπ κλπ".

Συνεχίζεται

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Μιχάλης Αλεξανδρόπουλος #2

Σήμερα επέτρεψα στον εαυτό μου να συγχιστεί με τη δουλειά.
Διαβάζοντας τα παρακάτω κατάλαβα πόσο μεγάλο λάθος έκανα και πάλι.... C.


ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1942
Αφού περάσαμε πολλές περιπέτειες και πολλές επικίνδυνες στιγμές και καρδιοχτύπια αφάνταστα, προμηθευόμενοι και μεταφέροντας υλικό για τα διάφορα τυπογραφεία, μου πρότεινε ο Παναγής να κάνομε ένα παράνομο μεγάλο τυπογραφείο για να τυπώνουμε τις εφημερίδες και τα έντυπα του ΕΑΜ και να μεταδίδουμε τα νέα του Βουνού, των συμμάχων, του Δυτικού και του Ανατολικού μετώπου και της κυβέρνησης του Καΐρου γενικά.
Εγώ αν και δε θεωρούσα τον εαυτό μου τόσο δυνατό για να αναλάβω τόσο μεγάλη αποστολή το εθεώρησα καθήκον μου διότι και οι γονείς μου απ' ότι θυμάμαι, διαρκώς για θυσίες μου μιλούσαν για την πατρίδα. Άλλωστε ο πατέρας μου πέθανε νεότατος κυνηγημένος από τους Τούρκους. Και έτσι σαν να το περίμενα, δέχτηκα και περίμενα πότε θα με ειδοποιήσουν να βάλουμε μπρος.
Μια μέρα της άνοιξης λοιπόν του '47 με ειδοποίησαν να τους περιμένω την άλλη μέρα το απόγευμα κοντά στη εκκλησία της Φανερωμένης. Πράγματι την ορισμένη ώρα πήγα και περίμενα στο καθορισμένο μέρος. Για κακή μου όμως τύχη εκεί που περίμενα πέρασε ένας συνάδελφος μου γερμανοντυμένος του Πούλου λοχίας Γεώργιος. Παγανός ονομαζόμενος. Αυτός ήξερε ότι εγώ κάθομαι στην καμάρα και με ψιλορωτούσε τι γυρεύω σ' αυτά τα μέρη. Βρήκα μια δικαιολογία και προσπαθούσα να το πείσω όταν φάνηκαν να έρχονται ο Βαγγέλης Βασβανάς με το Λεωνίδα. Σρίγγο (Αλέκος).
Για τον Σρίγγο εκείνες τις ημέρες οι εφημερίδες οι ελληνόφωνες των γερμανών δημοσίευαν φωτογραφία του μαζί με τον Σ. Κερασίδη ότι επικηρύσσονται με δε θυμάμαι τι αμοιβή γιατί είχαν δραπετεύσει από την Ειδική Ασφάλεια.
4
Του έδωσα τις τελευταίες εξηγήσεις και αφού έκανα ότι θαυμάζω τη στολή του αφήνοντας τους άλλους να απομακρυνθούν αρκετά έφυγα βιαστικά με μεγάλη προσοχή. Τους έφτασα και τους πλησίασα πολύ μακριά από το μέρος εκείνο. Τώρα έπρεπε να δώσω εξηγήσεις σ' αυτούς. Δε δυσκολεύτηκα βέβαια πολύ και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Μπήκαμε σ' ένα δρόμο πίσω από το νεκροταφείο της Αγ. Παρασκευής, και πήραμε ένα μονοπάτι πλάι από ένα ρέμα που είχε εκεί.
Εν τω μεταξύ άρχισε να σουρουπώνει. Από 'δω κι από 'κει ήταν μόνο μπαξέδες και κανένα αγροτόσπιτο. Που και που γάβγιζε κανένας σκύλος. Ψυχή δεν υπήρχε στο δρόμο μας. Βγήκαμε σ' ένα χωματόδρομο και στρίψαμε αριστερά. Μετά 250 ­- 300 μέτρα μπήκαμε σ' ένα στενάκι που είχε από δω κι από 'κει δυο - τρία σπιτάκια. Στο βάθος του δρομάκου μπήκαμε από μια μεγάλη πόρτα σ' έναν ανθόκηπο περιμαντρωμένο με συρματόπλεγμα και πυράκανθα και άλλες πρασινάδες. Ένας φαρδύς διάδρομος με δέντρα από δω κι από 'κει μας έβγαλε μπροστά σ' ένα αγροτόσπιτο με ένα υπόστεγο μπροστά.
Ευωδίαζε ο τόπος απ' τα λουλούδια. Ένα τραπέζι με ένα ξύλινο παγκάκι και κάνα δυο καρέκλες ήταν η επίπλωση του, διάφορα σκόρπια φυτά και βολβοί μέσα σε κασόνια. Ένας ψαρομάλλης ζωηρός και καλαμπουρτζής μας υποδέχτηκε, ήταν ο Παντελής, παλιός αγωνιστής, ο νοικοκύρης του ανθόκηπου. Γενικά η πρώτη μου εντύπωση ήταν καλή. Σε μια στιγμή ακούω έναν πίσω μου να με φωνάζει με το όνομά μου και να μου λέει αστειευόμενος :
"Εδώ θα πεθάνεις, Μιχαλάκη!"
Γυρίζω και βλέπω το Γιάννη. Αυτός ήταν πρώην φοιτητής που τον είχα γνωρίσει από άλλους φίλους σε καλύτερες μέρες πριν τον πόλεμο. Είχε κάποτε έναν πολύγραφο και έβγαζε σημειώσεις του Πανεπιστημίου. Τώρα κι ένα χρόνο όμως πήρε τον πολύγραφό του και κλείστηκε εδώ μέσα, βγάζοντας μερικά έντυπα της οργάνωσης. Ήταν ντυμένος κουρελής εργάτης του μπαξέ. Τέλος πάντων αφού είπαμε λίγα πράγματα αρχίσαμε δουλειά. Το σπιτάκι ήταν τρία διαφορετικά δωματιάκια σε σχήμα "Γ" και το κενό που έμενε ήταν το χαγιάτι.

5
Δύο δωμάτια συνεχόμενα που το ένα ήταν υπνοδωμάτιο μακρόστενο και το άλλο αποθήκη. Πλάι στην είσοδο του υπνοδωματίου ήταν ένα μικρό δωματιάκι κι αυτό αποθήκη των φυτών και βολβών. Σ' αυτό το δωματιάκι βγάλαμε μερικές σανίδες και αρχίσαμε να σκάβουμε και να βγάζουμε το χώμα που το σκορπούσαμε στον μπαξέ. Κάναμε ένα διάδρομο με ένα μέτρο φάρδος περίπου και 3 μ. μήκος προς το δωμάτιο το μεγάλο.
Όταν φτάσαμε στο μεγάλο σκάβαμε πιο βαθιά και αδειάζαμε το χώμα κάτω από όλο σχεδόν το δωμάτιο. Αυτά όλα με κίνδυνο να πέσει το σπίτι και να μας πλακώσει. Η δουλειά γινόταν μόνο τη νύχτα που δεν έμπαινε κανείς στον κήπο. Κουβά - κουβά το ανεβάζαμε με σχοινί και το σκορπούσαμε στα δέντρα και τα λουλούδια σε τρόπο που να μην καταλάβει κανείς τίποτε.
Αυτό βάσταξε δύο μήνες περίπου. Κατόπιν βάλαμε γύρω γύρω στύλους πισσωμένους και δοκάρια, μετά ξηλώσαμε τα σανίδια από το υπνοδωμάτιο και βάλαμε πάνω στους στύλους σκεπή από δοκάρια και λαμαρίνες χονδρές και το γεμίσαμε χώμα. Ταιριάσαμε μετά το πάτωμα του δωματίου ώστε να είναι όπως πριν.
Τώρα από πάνω η δουλειά τελείωσε και φαινόταν σαν να μην έγινε τίποτα. Αν γινόταν αυστηρή έρευνα και βγάζανε σανίδια θα βλέπανε από κάτω χώμα. Τώρα έμενε το μικρό δωματιάκι από όπου θα ήταν και η είσοδος του μηχανισμού. Το διαμορφώσαμε κι αυτό έτσι που να μη φαίνεται τίποτα. Αφήσαμε μια τετράγωνη τρύπα όσο να χωρεί ένας άνθρωπος η οποία με κατάλληλο τρόπο σκεπάζονταν κι αυτή με χώμα. Τα σανίδια του πατώματος ήταν έτσι που άνοιγαν δύο σανίδες για να μπούμε και κλείνανε ρίχνοντας απάνω χώματα και σκουπίδια δε φαίνονταν καθόλου. Αυτά όλα τέλειωσαν αφού βάλαμε πρώτα το τυπογραφικό μηχάνημα βάρους 400 κιλών.
ΤΑ ΔΟΚΑΡΙΑ
Ιούνιος, ο ήλιος έκαιγε, στην αγορά του Καπανιού ένας άνθρωπος βαδίζει με μια τσάντα ψώνιων στο χέρι. Από πίσω του ένας ταγματασφαλίτης τον παρακολουθεί και προσπαθεί να δει τι έχει μέσα στην τσάντα. Είναι κι άλλος ένας μαζί του, τους πρόσεξε τώρα καλά ο άνθρωπος μας.
Έκανε τον αδιάφορο όμως και προχωρεί ήρεμος ως ότου βρει την ευκαιρία να τους αποφύγει. Ως εκ θαύματος βρέθηκαν δύο Γερμανοί στρατιώτες μπροστά του που ψώνιζαν ντομάτες από ένα μικροπωλητή. Το μυαλό του δούλεψε, πλησίασε στον μανάβη..." Δώσε μου δυο οκάδες τομάτες" λέει στον μανάβη. Οι Γερμανοί χαζεύουν τα φρούτα και τις τομάτες. Προφανώς δεν είχαν αποφασίσει τι να πάρουν. Ο άνθρωπος είχε πάρει την απόφασή του.
Στην τσάντα είχε ένα ραδιόφωνο που το είχε δώσει για επιδιόρθωση σκεπασμένο με ένα χαρτί. Δίνει λοιπόν το ένα χερούλι στο γερμανό παρακαλώντας τον με νόημα να τον βοηθήσει να βάλει ο μανάβης τις τομάτες ... "ντάνκεσεν" ... "μπίτεσεν"... πήρε τις τομάτες και έκοψε δρόμο γιατί οι ταγματασφαλίτες εν τω μεταξύ προσπέρασαν , τον είδαν που μιλούσε με τους γερμανούς και προχώρησαν. Από δω παν' κι άλλοι.
Εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος, πήγε στον προορισμό του και το ίδιο βράδυ βγήκε το δελτίο ειδήσεων...
Πριν λίγους μήνες ο ίδιος άνθρωπος συνόδευε ένα κάρο. Είχε φορτωμένους έξι στύλους χονδρούς 20Χ20Χ250 περίπου, πισσαρισμένους. Προορίζονταν να κρατήσουν μεγάλο βάρος. Από το πρωί δεν είχε φάει τίποτα, γι' αυτό όταν είδε τα αχλάδια που πουλούσε ένας μανάβη ς στάθηκε και πήρε μια οκά και μασούλαγε καθώς περπατούσε σιγά συνοδεύοντας το κάρο από κάποια απόσταση. Και το κάρο πήγαινε σιγά γιατί για τι ήταν βαρύ το φορτίο του. Ήταν απόγευμα. Στο μέρος που πήγαιναν έπρεπε να φτάσουν μόλις σουρουπώνει. Προχώρησαν ανεβαίνοντας τη Λαγκαδά και στρίψανε από τη Άμονα που ήταν άλλοτε τα Εβραϊκά. Εδώ είχε πάντα πολύ κίνηση και οχλαγωγία από του ς μικροπωλητές, μεταπράτες και παλιατζήδες Εβραίους. Είχε και εβραϊκές πολυκατοικίες. Είχε πολλούς αριστερούς γιατί ήταν εργατική φτωχογειτονιά.
Εδώ θυμάμαι ένα ανέκδοτο που μου 'λεγε ένας παλιός κομουνιστής σιδηροδρομικός - φούρναρης. " Στις εκλογές του 1926 υποψήφιος του κόμματος ήταν και ένας εβραίος ο οποίος έβγαλε λόγο εδώ. Και στο λόγο του αφού είπε πολλά για το εργατικό κίνημα, έριξε πολλά συνθήματα, σε μια στιγμή φώναξε "κάτω τους πλουτοκράτες, κάτω το κεφάλαιο, κάτω τους Εβραίους"... Ακροαταί ήταν όλο φτωχολογιά Εβραίων, απόρησαν με αυτό το σύνθημα και λούφαξαν, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ακούστηκαν μερικά χειροκροτήματα από μερικούς που κατάλαβαν. Εννοούσε το διεθνές εβραϊκό κεφάλαιο. Ένας συνδικαλιστής ο Φούρναρης που ήταν από πίσω του μέσα από το παράθυρο τον τράβηξε από τα μανίκι και του φώναξε ψιθυριστά : "Τι κάνεις βρε; τι του λες; Εξήγησε τους το..." Τότε κατάλαβε κι αυτός την γκάφα του και ξαναβγήκε στο μπαλκόνι επαναλαμβάνοντας μερικά "κάτω" και στο τέλος "κάτω τους Εβραίους, άμα ποιους Εβραίους; τους πλούσιους Εβραίους. Χάλασε τώρα ο κόσμος από τα χειροκροτήματα και τις ζητωκραυγές.
Προχώρησαν λοιπόν προς την Επτάλοφο, βγήκαν προς τους Αμπελόκηπους. Εδώ αραιώνουν τα σπιτάκια. Μπήκαν σε ένα στενό δρομάκι που από δω κι εκεί είναι μπαξέδες και σπιτάκια. Στο βάθος του ήταν μια μεγάλη καγκελόπορτα. Την πέρασαν αφού τους άνοιξε ο Παντελής και βρέθηκαν σε ένα μεγάλο ανθόκηπο. Μοσχομύριζαν τα λογής λογής λουλούδια. Κυρίως αυτή την εποχή είχε πολλές ντάλιες, μαργαρίτες, τριαντάφυλλα κ.α. Ένας μακρύς διάδρομος έβγαζε στο σπίτι που πλάι του είχε μια στέρνα με ένα πηγάδι. Ο διάδρομος ήταν σκεπασμένος με οπωροφόρα δέντρα και καλλωπιστικά φυτά. Ήταν να μεθάς από μυρωδιές και ομορφιά.
Εδώ σε μια γωνιά ξεφορτώθηκαν οι στύλοι.. Πρέπει να κατάλαβε ο αναγνώστης εδώ ποιος ήταν ο άνθρωπος μας και ποιος ο κήπος. Καθίσαμε να ξεκουραστούμε και μας έκανε καφέ από κριθάρι ο Παντελής. Στο μεταξύ σκοτείνιασε. Έφυγε ο καραγωγεύς και κλείσαμε τη μεγάλη πόρτα περιμένοντας τους σύντροφους. Σε λίγο έφτασαν κι αυτοί, ο Αλέκος, ο Βαγγέλης κι ο Παναγής κι αρχίσαμε δουλειά. Η δουλειά γινόταν πάντα τη νύχτα και το πρωί χωρίζαμε.
Τα προηγούμενα βράδια είχαμε σκάψει κάτω από το σπίτι και τώρα θα βάζαμε τους στύλους να κάνουμε ένα δεύτερο σπιτάκι από κάτω χωρίς να φαίνεται από πουθενά η είσοδος του. Επρόκειτο να γίνει εδώ το παράνομο τυπογραφείο που θα βγάζαμε τον παράνομο τύπο της αντίστασης. Όσοι δέχτηκαν να μπουν εδώ μέσα και να δουλέψουν τους έγινε η εξήγηση: "Θα μπεις και θα βγεις μόνο στην απελευθέρωση ή θα θαφτείς μαζί με το μηχανισμό σε περίπτωση που θα μας ανακαλύψουν οι Γερμανοί.

Συνεχίζεται

Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Μιχάλης Αλεξανδρόπουλος #1


1
Κατά τα τέλη του 1941 με αρχές του '42 βρισκόμουν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση. Δούλευα σ' ένα εκδοτικό οίκο Καστρινάκη & Γεωργαντά. Το μεροκάματο μου πολλές φορές μόλις αρκούσε για την μπομπότα και καμιά λαχανίδα.
Ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους από πείνα και τους μάζευαν τα καροτσάκια. Όσοι μπορούσαν κι έκαναν κάτι μικρεμπόρια, μικροανταλλαγές κάτι κατάφερναν. Εγώ μέχρι τώρα πούλησα τις βέρες μας, αργότερα το κρεβάτι μας και ότι άλλο μπορούσε να μας δώσει λίγο καλαμπόκι για να σταθούμε στα πόδια μας. Παράλληλα έπρεπε να τρέχω και για την οργάνωση του Ε.Α.Μ. που στο μεταξύ έγινε και συνδέθηκα κι εγώ με κάποιον Τάσο που το όνομα του δεν έμαθα ποτέ.
Έπρεπε να φτιάξουμε παράνομα τυπογραφεία σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας. Γι' αυτά φρόντιζα εγώ για τα τυπογραφικά στοιχεία και για ότι χρειάζονταν. Μελάνη, χαρτί, κ.λ.π. Κι αυτά τα προμηθευόμασταν πολύ δύσκολα. Πολλές φορές με κίνδυνο και της ζωής μας ακόμα. Αλλά ήταν τόσος ο ενθουσιασμός του κόσμου τότε, που εύκολα βρίσκαμε βοηθούς και πρόθυμους φίλους, άλλοι να μας πουλήσουν κι άλλοι να μας δωρίσουν διάφορα υλικά. Και προπαντός χαρτί. Χαρτί χρειαζόμασταν πολύ.
Για τις μεταφορές χρησιμοποιούσαμε διάφορα μέσα. Για το χαρτί μου έστελνε η οργάνωση έναν παππού (έτσι το λέγαμε). Ήταν ένας λεβεντόγερος με τις μουστάκες του και με τη γαϊδούρα του που ήταν με κομμένο αυτί και τη λέγαμε Αίτνα. Αν δεν έκανε μεταφορές αυτή η γαϊδούρα! Από χαρτί μέχρι όπλα όπως μου 'λεγε ο παππούς.
2
Στο μεταξύ γνώρισα το Banu ή Βασβανά, που ερχόταν στο σπίτι. Δυστυχώς δε θυμούμαι ημερομηνίες και τα αναφέρω όλα κατά προσέγγιση. Σιγά σιγά γνωριστήκαμε και με τη γυναίκα του την Κατίνα. Το σπίτι μου, ένα ισόγειο που το πίσω του μέρος με ένα παράθυρο έβγαζε σε άλλη γειτονιά μας εξυπηρετούσε πάρα πολύ. Γιατί αν γινόταν τίποτα μπορούσαν όσοι ήταν μέσα να φύγουν από το παράθυρο. Από 'κει άλλωστε φορτώναμε και ξεφορτώναμε το χαρτί ή άλλα υλικά για τα τυπογραφεία.
Μια απ' αυτές τις μέρες ήρθε ο Βαγγέλης με έναν άλλον σύντροφο, το Μάρκο Βαφειάδη που το λέγαμε τότε Παναγή. Η δουλειά πολλαπλασιαζόταν και γινόταν πιο δύσκολη. Χρειαζόμασταν και ανθρώπους για τα διάφορα τυπογραφεία που γίνονταν στο μεταξύ σε διάφορα μέρη. Όλο και μεγάλωναν οι ευθύνες. Γνώρισα κι άλλους φίλους. Ήρθε και η Βάσω την οποία γνωρίσαμε σαν γυναίκα του Παναγή. Ερχόταν τακτικότερα αυτή και μου έφερνε παραγγελίες.
Μια μέρα στο μαγαζί που δούλευα έπεσα από εξάντληση και με πήγαν στο σπίτι. Κάλεσε η γυναίκα μου γιατρό από το ΙΚΑ που βρήκε πολύ πεσμένο τον οργανισμό μου και παρήγγειλε καλή τροφή. Θυμάμαι ότι μου έφερε 4 κιλά φασόλια ο Αγγελόπουλος, ένας τραπεζικός και μ' αυτά συνήλθα κάπως και ξαναπήγα στη δουλειά μου.
Και συνεχίσαμε την αντιστασιακή μας δράση. Έκανα διάφορες στρατολογήσεις συναδέλφων που μας χρειαζόταν στα τυπογραφεία.
3
Μεταξύ αυτών ήταν και ο μακαρίτης τώρα Παύλος Κοντίδης. Ένας εξαιρετικός συνάδελφος που δε χρειάστηκε ούτε να τον παρακαλέσω, ούτε να του κάνω κατήχηση. Απλώς "σε χρειάζεται η πατρίδα Παύλο και θα πάς στο Κιλκίς να αναλάβεις ένα τυπογραφείο από το οποίο μπορεί και να μη βγεις ζωντανός" του είπα, και έφυγε την άλλη μέρα και πήγε στο σπίτι ενός αγωνιστή όπου ήταν εγκατεστημένο το τυπογραφείο.
Όλοι αυτοί οι αγωνιστές ήταν κομουνιστές που δραπέτευσαν από τις φυλακές ή εξορίες και κάνανε το ΕΑΜ και αργότερα το ΕΛΑΣ. Έτσι εμείς ξέραμε ότι παλεύαμε για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Οι συλλήψεις οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις κάθε μέρα και πλήθαιναν.
Εκείνος που έρχονταν πιο συχνά τώρα στο σπίτι και που συνδεθήκαμε περισσότερο ήταν ο (Παναγής) Μάρκος Βαφειάδης, αλλά που εκτίμησα περισσότερο.

Συνεχίζεται

Μιχάλης Αλεξανδρόπουλος.



Μιχάλης Αλεξανδρόπουλος λέγεται ο παππούς μου.
Ο πατέρας της μητέρας μου.
Πέθανε όταν πήγαινα γυμνάσιο και δυστυχώς δεν πρόλαβα όσο ζούσε να φτάσω στην ηλικία που θα εκτιμούσα όσα μου έλεγε.
Προσπαθώ πολύ ώστε να μην ξανακάνω αυτό το λάθος.

Τα τελευταία χρόνια, έγραφε σημειώσεις. Οτι θυμόταν. Υγειέστατος μέχρι τελευταία στιγμή.
Οταν κουράστηκαν τα μάτια του, αποτύπωνε πλέον τις μνήμες του όχι σε χαρτί αλλά σε ένα κασσετοφωνάκι.
Κάποια στιγμή, αφού έφυγε, οι σημειώσεις έπεσαν στα χέρια μου, τις αντέγραψα και μερικές, που τις θεωρώ εκτός απο οικογενειακά κειμήλια και ιστορικές μαρτυρίες, τις μοιράζομαι στα επόμενα posts.

Είμαι πολύ περήφανος για τον παππού μου. :-)

Συνεχίζεται