Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

Goo Goo Muck Attack.

Καλοκαίρι του '94.
Εγώ αδειούχος και ο Αντώνης σε φοιτητική σιέστα.

Κωλοβαράμε στην άδεια Αθήνα ή κάπως έτσι.
Παρέα μας μία κάμερα, ένα άδειο σπίτι, μερικές μπύρες και όλη μας η φαντασία με κεφαλαίο "Μ".

Ορίστε το αποτέλεσμα:

Κυριακή 25 Μαΐου 2008

Πιάτο ημέρας



Σήμερα είχα όρεξη για μαγείρεμα.
Ξέθαψα από την κατάψυξη ένα μπούτι κοτόπουλο, φυλαγμένο από τον καιρό του Νώε.
Το έβαλα στο νερό και μέχρι να πλύνω το μηχανάκι, είχε ξεπαγώσει με τη ζέστη που κάνει.

Εκοψα ροδέλες ένα μεγάλο κρεμμύδι, έλιωσα δυο σκελίδες σκόρδο και τα τσιγάρισα με ελαιόλαδο σε ένα κατσαρολάκι, μαζί με χοντρό αλάτι και φρεσκοτριμένο πιπέρι.

Εν τω μεταξύ μούλιαζα σε νεράκι μια γεμάτη χούφτα αποξηραμένα άγρια μανιτάρια.

Μόλις ξάνθυναν τα κρεμμύδια, έριξα μέσα το κοτόπουλο και το στριφογύρισα αρκετά σε δυνατή φωτιά για να καραμελώσει.

Μετά έριξα μια μεγάλη κουταλιά πευκόμελο που μου έφερε η Βίκυ.

Τα γύρισα όλα καλά και πρόσθεσα τα μανιτάρια αφού τα έστυψα καλά, πολύ λίγο σάλτσα Σόγιας και μερικά κλωναράκια Λουίζας.

Λίγο ανακάτεμα και κλείνω το καπάκι.

Σε 5' ανοίγω και ρίχνω μέσα ένα ποτήρι μοσχοφίλερο Μαντίνειας, χαμηλώνω τη φωτιά και αφήνω καπακωμένο για 15'.

Εν τω μεταξύ μουλιάζω noodles (αυτά τα μωβ με γέυση λαχανικών) και λίγο πριν γίνουν, τα ρίχνω κι αυτά στην κατσαρόλα και ανακατεύω μία τελευταία φορά πριν κλείσω το μάτι.

Είχα φτιάξει και χαλβά από χτες, με σταφίδες και κουκουνάρια, τον οποίο μου σέρβιρα λουσμένο με χτυπημένο φρέσκο γάλα μαζί με μια κουταλιά καφέ ζάχαρη.

Είχα και κάτι μούσμουλα στο ψυγείο, οπότε καταλαβαίνετε ότι βογκάω τώρα...

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

Το χρονικό ενός αυτοκινούμενου τρόμου #3


Episode 3
Το μακελειό

Ξεκινήσαμε λοιπόν μεσημεροαπόγευμα από Χαλκιδική για Αθήνα.
Κουρασμένοι, με 80 και σε καμιά προσπέραση με 100, με δεκάδες σπασμένα πιάτα, σπασμένα ποτήρια, βρεμένα στρώματα, σπασμένες ηλιοροφές και σακατεμένα τα κρεβάτια του αυτοκινούμενου. Επί πλέον, ο συνάδελφος δεν οδηγούσε.
Φτάνουμε Θεσσαλονίκη, φτάνουμε Κατερίνη, περνάμε τα Τέμπη και αρχίζω να νυστάζω.
Σε μερικές στιγμές τα μάτια μου έκλειναν και πρέπει να χανόμουν εντελώς.
Θυμάμαι τη διπλή γραμμή του δρόμου να περνάει πέρα – δώθε φωτισμένη από τα φώτα μου, εγώ να ταράζομαι και δίπλα μου να ροχαλίζει ο άλλος. Πρέπει να βρεθήκαμε πολλές φορές στο αντίθετο ρεύμα...
Τι παράθυρα άνοιγα, τι μουσικές, τι τσιγάρα και καφέδες και κοκα κόλες, μόνο ύπνο θέλει η κούραση...
Σύντομα άρχισα να ανησυχώ για τη βενζίνη. Ο δείκτης ήταν χαμηλά για πολύ ώρα, και εμείς ήμασταν στις ευθείες της Λάρισσας μέσα στη νύχα. Βενζινάδικο δεν είχα ιδέα που υπήρχε, και μέσα στον ύπνο μου έπρεπε να προσέχω και γι αυτό.
Ξαφνικά περνάει δεξιά μου με 80 μία BP. Θυμάμαι τα πράσινα χρώματα.
Ξυπνάω, κάνω δεξιά και πλακώνομαι στα φρένα στην άκρη του δρόμου σε ένα άνοιγμα σαν πάρκιν. Σταματήσαμε σχεδόν μέσα στα χόρτα. Ξυπνάει ο συνάδελφος, ενταξει – λέω – βενζίνα, τσεκάρω καθρέφτες, το βενζινάδικο ήταν ακριβώς πίσω μου.
Το αυτοκινούμενο πίσω δεν έχει τζάμι, οπότε πας μόνο με τους πλαϊνούς καθρέφτες.
Κανένα πρόβλημα. Τσεκάρω το βενζινάδικο και ήταν ακριβώς στην ευθεία μου. Σταθερά και σβέλτα με όπισθεν το πλησιάζω πηγαίνοντας με τους καθρέφτες.
Ξαφνικά ΣΚΡΤΖΜΠΑΑΑΑΑΑΜ και κολλάμε και οι δύο στα καθίσματα.
Ελεος σκέφτομαι – δεν είχε τίποτα πίσω μου τι έγινε; Και πηδάω έξω.
Το βενζινάδικο απείχε γύρω στα 20 μέτρα και βλέπω 5-6 τύπους να κοιτάνε προς το μέρος μου και να τρέχουν έντρομοι στα χωράφια αλλαλάζοντας.
Κάτι ψυλιάζομαι και όντως!
Οταν πάω στο πίσω μέρος του σκατοαυτοκινούμενου βλέπω ότι έχω ξαπλώσει κάτω την αντλία του ντίζελ!
Η αντλία για κάποιο άγνωστο λόγο, ήταν μόνη της στη μέση μιας αλάνας, χωρίς φώτα, χωρίς στέγαστρο, χωρίς τίποτα, και κατά διαβολική σύμπτωση με το φρανάρισμα το αυτοκίνητο είχε σταματήσει ακριβώς στην ευθεία της αντλίας οπότε και δεν την είδα ποτέ απο τους καθρέφτες.
Το σπρώχνουμε 5-6 μέτρα μπροστά σβηστό, τσεκάρω την αντλία, διαρροή δεν υπήρχε, πάω στο βενζινάδικο, μαζεύω τον κόσμο απο τα χωράφια, τρώω ένα κράξιμο ωραιότατο και φωνάζουμε αστυνομία.
Ερχεται περιπολικό, παραλίγο να μας πιάσουν τα γέλια, καταγράφει, δίνω ασφάλειες, διπλώματα, κλπ και σε κάνα δίωρο ξαναφεύγουμε. Η μόνη ζημιά ήταν ένα ξεκολλημένο αλουμίνιο από το πίσω μέρος συν το ότι χάσαμε δύο ώρες και είχε πάει 4-5 το πρωί ή εκεί γύρω.
Στο δρόμο ξανά ύπνος στο τιμόνι, μέχρι που άρχισε να χαράζει και βελτιώθηκε η κατάσταση. Κατά τις 7 ήμουν στην Καβάλας για να παραδώσω το αυτοκινούμενο.
Ερχεται ο τύπος λοιπόν,
Ανοίγει το μαγαζί, χαιρετιόμαστε (θα πάθεις έμφραγμα τώρα – σκέφτομαι)
Πως πήγε φίλε το ταξίδι;
Μια χαρά,
Ολα καλά;
Ε, είχαμε και κάτι απρόοπτα...
Καφεδάκι θες.
Οχι ευχαριστώ. (να τελειώνω ήθελα μόνο και να πάω να πεθάνω στο κρεβάτι μου)
Για πες λοιπόν...
Ε να, σπάσανε μερικά πιάτα...
Μμμμ
... και τα ποτήρια...
Ωχχχχ
Ε σας είχα πει να μην τα παρουμε.
Μη σε νοιάζει αγόρι μου, γι αυτό είναι η εγγύηση. Αυτά μόνο;
Οχι ακριβώς...
Για λέγε...
Εσπασαν και οι ηλιοροφές, αλλά εμείς προσέχαμε! απλά έγειρε ένα κλαδί ενός δέντρου και καταλαβαίνετε...
Πως.... πως... καταλαβαίνω... άλλο;
Να.. πίσω δεν έχει ένα αλουμινάκι προστατευτικό;
Μία ρίγα λεπτή με πριτσίνια;
Αυτό.
Ε, τι;
Ξηλώθηκε και κρέμεται.
Καλά αυτό πως έγινε.
Πήρα σβάρνα μία αντλία ντήζελ σε ένα βενζινάδικο. (με ύφος «τι ώρα έχετε; - πέντε και τέταρτο»)
Κάγκελο ο τύπος. Γουρλώνει τα μάτια, σαστίζει, με κοιτάει, το κοιτάει, κοιτάει γύρω γύρω και πάει να φύγει....
Μισό λεπτάκι του λέω...
Γυρνάει αμίλητος και με κοιτάει.
Κάναμε και άλλη μία ζημίτσα.
Συνεχίζει παγωμένος να με κοιτάει. (δεν το πίστευε αυτό το πράμα)
Να, δείτε από μπροστά τα κρεβάτια πάνω από την καμπίνα.
Με αργές κινήσεις κοιτάει τις τρύπες που έχασκαν δεξιά κι αριστερά στο αυτοκινούμενο και τις μονώσεις που είχαν πλέον διαλυθεί, κάθεται ακίνητος για κάνα λεπτό και πάει μέσα.
Τον ακολουθώ μέσα.
Ανάβει τσιγάρο, βγάζει κάτι φθόγους μμμφχχμπμμμφφφ και μερικούς ακόμα, ξυπνάει τον ασφαλιστή του, εγώ νυστάζω όσο ποτέ άλλοτε και ντρέπομαι ταυτόχρονα, του δίνω δίπλωμα, καταγράφουμε ζημιές, και σε καμιά ώρα παίρνω ένα ταξί και φεύγω.
Συνολικά έκανα 14 ώρες από Χαλκιδική και μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, είχα καταστρέψει ένα βανάκι, ένα αυτοκινούμενο, μου τράκαρε το αμάξι ένας χαπακωμένος και μου το εξολόθρευσε ένας κάγκουρας με πειραγμένο τσικουετσέντο.
Δίκαιο, νομίζω... όχι;

Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

Το χρονικό ενός αυτοκινούμενου τρόμου #2

Episode 2
"Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες"



Παίρνω που λέτε ένα ταξάκι, πάω κάπου στην Καβάλας, παραλαμβάνω το φοβερό αυτό όχημα και επιστρέφω στα γραφεία της εταιρίας για φόρτωμα και έναρξη του ταξιδιού.
Ο μπάρμπας που μου το παρέδωσε ήταν πολύ περήφανος για την άμαξα που μου έδινε. Καταγράψαμε τα σερβίτσια, τις κουβέρτες γιατί τυχόν ζημιές θα έπρεπε να αποζημιωθούν, παρά το γεγονός ότι του ζήτησα να μην τα αφήσει μέσα.
Μας έδωσε επίσης οδηγίες για τις ηλιοροφές, να τις έχουμε κλειστές, «γιατί οι μαλάκες οι τουρίστες τις ξεχνάνε ανοιχτές και τις σπάνε στα κλαδιά των δέντρων που πάνε και παρκάρουν από κάτω.»
Μάλιστα...
Τα γραφεία ήταν σε ένα από τα κτίρια του πύργου Αθηνών, και το πίσω στενάκι βόλευε πολύ για το φόρτωμα.
Εχουμε και λέμε: 8μιση η ώρα το πρωί, γίνεται της τρελής από κίνηση, και ένα αυτοκινούμενο από το πουθενά, έχει κλείσει το στενάκι που οδηγεί και στο παρκιν των πύργων.
Μόλις έκλεισα 5 λεπτά βρισίδι, έφυγα και έκανα το γύρο του τετραγώνου.
Στο επόμενο βρισίδι, αποφάσισα αντί να «χάσω χρόνο» και να κάνω το γύρο, να περάσω μέσα από το πάρκιν των πύργων για να κόψω δρόμο.
Πηδάω μέσα λοιπόν, καρφώνω πρώτη, γκάζι, χώνομαι στο υπόγειο γκαράζ και - ΓΚΡΜΠΑΑΑΑΑΜ - βρέθηκα κολλημένος στο παρμπρίζ!!!
Ρε γαμώτο που βρήκα; Θα είχε –σκέφτηκα- αυτά τα εμπόδια που μπαινοβγαίνουν από το έδαφος...
Κοιτάω τις ρόδες... καθαρές.
Και τολμώ να σηκώσω το κεφάλι μου...
Είχα βρει με τα κρεβάτια σε ένα τσιμεντένιο δοκάρι της οροφής.
Το καβούκι του αυτοκινούμενου είχε πάει κάνα δυο εκατοστά πίσω, και ταυτόχρονα εκεί που τσαλακώθηκε έχασκε από μία τρύπα σε κάθε πλευρά που φαινόταν η μόνωση και λίγο το εσωτερικό...
Καλά πάμε – σκέφτηκα...
Εν τω μεταξύ είχα γίνει ρόμπα, περίγελος, δακτυλοδεικτούμενος, κατακόκκινος, όλα ταυτόχρονα, και φυσικά η ουρά ήταν ακόμα πίσω μου βρίζοντας.
Οπισθεν και γύρω γύρω πάλι και χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν – ούτε στον συνοδηγό μου, έναν συνάδελφο και συμφοιτητή μου που θα ταξιδεύαμε μαζί – συνεχίζω το φόρτωμα, και ξεκινάμε.

Ταχύτητα ταξιδιού 80χλμ.
Μέγιστη ταχύτητα 110χλμ.
Φρένα μηδέν.
Λάστιχα σλικ 120.000 χλμ τουλάχιστον και ξερά σαν δίσκος από γραμμόφωνο.
Αθλιο κασετόφωνο, και ο άλλος δεν είχε δίπλωμα.

Και ταξιδεύαμε...

Δεν θυμάμαι που πηγαίναμε, αλλά περάσαμε από Δομοκό.
Στροφές ανηφορικές και ψιλόβροχο.
Τον Αρι Βατάνεν τον θυμάστε;
Ε λοιπόν, φαντάσου τώρα:
Ψιλοβρέχει, έχει γλίτσα, δεν έχεις λάστιχα, κατεβάζεις ταχύτητες από το τιμόνι για να ανέβεις τα καγκέλια, και πετάει κώλο το τροχόσπιτο!!!
Και όχι μόνο αυτό, αλλά σε κάθε κωλιά, σπάνε και μερικά πιάτα!
Μετά θυμάμαι κάτι γραμμές τρένου που τις περνάγαμε συνεχώς.
Στην αρχή προσέχαμε να μην σπάσουμε άλλα πιάτα στις διαβάσεις των γραμμών, αρχίσαμε όμως να κλαίμε από τα γέλια και καταλήξαμε να τις περνάγαμε όσο πιο άτσαλα μπορούσα, για να τα σπάσουμε όλα.
Με τα πολλά, φτάσαμε στον πρώτο πελάτη (ίσως στην Πτολεμαΐδα), όπου είχε πλάκα γιατί, με το παρκάραμε και ξεφορτώναμε τα pc (δυο κουτιά είναι μόνο) έβγαιναν από τα μπαλκόνια και ρωτάγανε «Τι πουλάτε;»
Τελειώσαμε τον πελατάκο, και πήγαμε για φαγητό και ύπνο στο ξενοδοχείο, αφού με περισσή τέχνη είχαμε πείσει το αφεντικό, να μας δώσει λεφτά για ξενοδοχείο γιατί στην αρχή ήθελε να κοιμηθούμε στο αυτοκίνητο για οικονομία....

Συνεχίσαμε την άλλη μέρα για πιο βόρεια. Ισως Φλώρινα. Αλλος πελατάκος εκεί χωρίς πολλά πολλά απρόοπτα, εκτός από το ότι σπάσαμε τις ηλιοροφές που είχαμε ανοιχτές για τη τσιγαρίλα, σε κάτι κλαδιά, ακριβώς «σαν τους μαλάκες τους τουρίστες». Την στερεώσαμε με πατέντα, πάντως.

Ετσι πέρναγαν οι μέρες (5-6 στο σύνολο) όταν είχαμε φτάσει κάπου προς Χαλκιδική.
Ηταν βράδυ, έβρεχε, η τράκα στα κρεβάτια, έμπαζε νερά και είχαν βραχεί τα στρώματα, και είχαμε μείνει από βενζίνη.
Παρκάρω σε ένα κλειστό βενζινάδικο, τρώμε κάτι μπισκότα που είχαμε μαζί, και ύπνο μέσα στο αυτοκίνητο με τις ψωριάρικες κουβέρτες, ο ένας στα βρεμένα στρώματα, και ο άλλος στον καναπέ-κρεβάτι-τραπέζι.
Το βράδυ σκεφτόμουν τι θα έλεγα, για τις σπασμένες ηλιοροφές, τα σπασμένα πιάτα, τα σπασμένα ποτήρια και κυρίως για τα διαλυμένα κρεβάτια, όπου πλέον η μόνωση είχε βγει έξω και ανέμιζε...
Ξαναξημερώνει, φουλάρουμε στον έκπληκτο βενζινά, πάμε στον πελατάκο, και τον τελειώνουμε το απόγευμα.
Τα είχαμε φτύσει τόσες μέρες, είχαμε αρχίσει και να αρπαζόμαστε εύκολα μεταξύ μας, οπότε αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε αμέσως και να επιστρέψουμε Αθήνα. Θα φτάναμε κατά τα μεσάνυχτα ή λίγο πιο μετά.
Ετσι νομίζαμε τουλάχιστον....

Συνεχιζεται

Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

Το χρονικό ενός αυτοκινούμενου τρόμου.

Episode 1
Θα ‘τανε ‘92 ή ‘93.
Τότε δούλευα σε ένα μικρό μαγαζάκι πληροφορικής – ή μάλλον μια μικρή εταιρία.
Εκεί - ως συνήθως – για άλλο προσλήφθηκα και άλλα κατέληξα να κάνω.
Ετσι βρέθηκα με ένα φορτηγάκι στους δρόμους να μοιράζω PC σε πελάτες, να εγκαθιστώ πακέτα και να τους εκπαιδεύω, συν οτιδήποτε τεχνικό, δίκτυα, μαστοριλίκια, κλπ κλπ.
Με το βανάκι εκείνο, γύρισα όλη την ηπειρωτική Ελλάδα για λογαριασμό τους.
Από Μάνη και Σκάλα Λακωνίας μέχρι Χαλκιδική και Φλώρινα.
Ημουν και πιτσιρικάς τότε και δεν μάσαγα μία. Κάτι ηρωισμοί απίστευτοι, από αυτούς που όλοι κάνουν όχι μόνο στα πρώτα, αλλά μερικές φορές ακόμα και στα δεύτερα τους βήματα.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχα καταστρέψει το βανάκι σε μία μετωπική μέσα στην πόλη. Από απροσεξία μου πήγα κι έπεσα πάνω σε έναν τύπο με ένα Λάντα.
Είχα σαφέστες οδηγίες προς ένα πελάτη:
«Στο τρίτο δέντρο θα στρίψεις αριστερά, θα δεις ένα προποτζίδικο, μετά έχει μία ΕΒΓΑ, εκεί θα δεις αριστερά ένα στενό που δεν φαίνεται, εκεί είναι στο νούμερο 12 και θα σε περιμένουν στις 10.»
Εναι προφανές λοιπόν, ότι μόνο τον δρόμο δεν κοίταζα, και φυσικά δεν πρόλαβα να φρενάρω όταν είδα το Λάντα στο 1 μέτρο από εμένα με τον οδηγό να έχει δαγκώσει εντρομος το τιμόνι.
Το βαν, από τη σύγκρουση σήκωσε τις πίσω του ρόδες, και έσκασε πάνω σε ένα παρκαρισμένο, η ζώνη με κράτησε στη θέση μου, όχι όμως και τα γυαλιά μου, κι έτσι όταν συνήλθα από τη τρομάρα και διαπίστωσα ότι βλέπω θολά, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι τυφλώθηκα!
Ξεσφήνωσα τα πόδια μου από τα σιδερικά, βρήκα τα γυαλιά μου και με κάτι γρατζουνιές στα πόδια, πήγα στον καρδιοχειρούργο – όπως έμαθα μετά – ο οποίος ήταν ημιλιπόθυμος καθώς δεν φορούσε ζώνη.
Ολοι καλά, το βαν μπαίνει στο συνεργείο, εγώ γυρίζω στη δουλειά αλλά πλέον δεν είχαμε αυτοκίνητο για το προγραμματισμενο ταξίδι σε πελάτες στην Κοζάνη, Φλώρινα, Χαλκιδική και δεν θυμάμαι που αλλού.
Παρένθεση:
Εν τω μεταξύ παρέλειψα να πω ότι δεν ήταν η πρώτη μου τράκα.
Μέσα στον ίδιο μήνα είχα τρακάρει άλλες δύο φορές με το δικό μου αμάξι, χωρίς να φταίω όμως.
Τότε είχα ένα Fiat 127 αγορασμένο καινούργιο το 1979, 900 κυβικά και 37 άλογα. Το πρώην οικογενειακό αμάξι που πέρασε στα χέρια μου. Μάλιστα, το αγόρασα κανονικά από τους γονείς.
Δεν ξέρω αν εσείς βγάζατε ονόματα στα αυτοκίνητα σας, αλλά εμείς λέγαμε το λευκό Fiat, Χιονάτη. Το κρατήσαμε πάνω από 25 χρόνια μέχρι που σάπισε στο εξοχικό. Είχα γυρίσει κυριολεκτικά όλη την Ελλάδα με αυτό το αμάξι, και έχει πάει σε δρόμους που είναι αδιανόητο να πάει επιβατικό αυτοκίνητο. Χρίζει ειδικού αφιερώματος...
Αιωνία της η μνήμη....
Την πρώτη φορά ήμουν σταματημένος πίσω από ένα τρόλλευ, και δεξιά μου είχε μία απότομη ανηφόρα. Είδα ένα αμάξι να την κατεβαίνει, αλλά δεν το είδα να φρενάρει.
Πέφτει πάνω μου, μου κάνει μία λακούβα καλή, βγάινει ο τύπος - λίγο χαμένος φαινότανε – μου λέει «σορρυ ρε μεγάλε, πάιρνω και κάτι χάπια, καταλαβαίνεις...»
Είχε ασφάλεια κανονικά, οπότε τέλος του συμβάντος.
Μετά από μερικές μέρες, ήμουν σταματημένος στο φανάρι της Ραφήνας, οπότε ακούω στριγγλιά φρεναρίσματος και προλαβαίνω να δω από τον καθρέφτη ένα κίτρινο τσικουετσέντο να έρχεται με 1000 και μπλοκαρισμένες ρόδες απο τα φρένα και να σκάει πάνω μου.
Θα ήταν υπέροχη εμπειρία, αν δεν κουτούλαγα και στο μπροστινό μου τζιπ, με αποτέλεσμα να λυγίσει η Χιονάτη στη μέση, τρακαρισμένη μπρος και πίσω πλέον.
Ο τύπος εντελώς κάγκουρας, με αυτοκόλλητα No Fear κι έτσι ...
Τα χρεώθηκε όλα η ασφάλεια του. Και τα δικά του και του άλλου.
Εγώ τη γλύτωσα με ένα πονεμένο σβέρκο.
Κλείνει η παρένθεση.
Με αυτά και με αυτά λοιπόν, αναγκαζόμαστε στην εταιρία, να ψαξουμε προς ενοικίαση ενός άλλου βαν, ώστε να γίνει το ταξίδι.
Ελα μου όμως που δεν νοικιάζαν φορτηγάκια πουθενα...
Τελικά το μόνο που βρήκαμε να νοικιάσουμε ήταν ένα αυτοκινούμενο τουριστικότατο πράμα σαν αυτό της φωτογραφίας:
Οι ταχύτητες στο τιμόνι, φθαρμένα λάστιχα όσο δεν παίρνει, ένα διπλό κρεβάτι πάνω από την καμπίνα και άλλο ένα στον καναπέ, κουβέρτες, τραπέζι, κουζίνα, χημική τουαλέτα δεν μας έβαλε, και στα ντουλάπια μπόλικα πιάτα, ποτήρια, και μαχαιροπήρουνα.

( συνεχίζεται - φυσικά... )



Τρίτη 20 Μαΐου 2008

Ο Οθωνας κι ο άλλος.




Απόγευμα Σαββάτου και η πλατεία ήταν τίγκα στο παιδάκι.
Με ποδήλατα, με ρόλερ, με μπάλες, χαμός!
Οι μαμάδες όλες στις πέριξ καφετέριες βουτηγμένες στα παγωτά με φιόγκους και χρώματα.
Εγώ σκάω μύτη με δερμάτινο, γάντια, κράνος, όπως κυκλοφορώ πάντα δηλαδή.
Παρκάρω διακριτικά σε μία άκρη για να μην φάει το μηχανάκι καμιά καραβολίδα από καμιά μπάλα, και βρίσκομαι στην διαδικασία δεσίματος.
Βγάλε γάντια – βγάλε κράνος – άνοιξε μπαγκαζιέρα – πάρε τσαντάκι - βάλε κράνος μέσα – κλείσε – βγάλε λουκέτο – κλείδωσε, κλπ.
Ξαφνικά βλέπω να μου έρχονται με υπερηχητική ταχύτητα, δυο μπόμπιρες.
Το ένα με τα πόδια και μία μπάλα και το άλλο καβάλα σε ένα ποδηλατάκι με βοηθητικές. Θα ‘τανε 5 χρονών ή εκεί γύρω.
Φρενάρουν στα δύο μέτρα από εμένα. Κόκαλο όμως.
Με καρφώνουν στα μάτια. Ο Κλιντ Ηστγουντ και ο άλλος από τη Μονομαχία στον κόκκινο βάλτο - μία εμένα, μία τη μηχανή.
Και εδώ ξεκινάνε όλα...
ΚΥΡΙΕΕΕΕΕΕΕΕΕ (με ουρλιαχτό, έτσι; Το άκουγε όλη η πλατεία.)
Μάλιστα;
ΚΑΝΕΙ ΠΟΛΥ ΘΟΡΥΒΟ Η ΜΗΧΑΝΗ ΣΟΥ.
Εεεε ναι... (είναι η ανοιχτή της Triumph και κάνει ένα ωραίο μπάσο και κάτι σκασίματα άλλο πράμα...)
ΕΧΕΙ ΧΑΛΑΣΕΙ Η ΕΞΑΤΜΙΣΗ ΝΑ ΤΗΝ ΠΕΤΑΞΕΙΣ
Ναι κοίτα, δεν έχει χαλάσει, απλά μου αρέσει να κάνει θόρυβο.
Ααααα.... δεν είναι χαλασμένη, ε; (έπεσαν οι τόνοι)
Όχι δεν είναι... απλά μου αρέσει ο θόρυβος μερικές φορές.
(σκέφτονται και τα δύο, την επόμενη ερώτηση)
ΚΥΡΙΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ

Εκείνη η μηχανή ποιανού είναι;
Που να ξέρω, εγώ;
(παύση)
ΚΥΡΙΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ (ο άλλος τώρα, αλλά ξανά με ουρλιαχτά και φτύνοντας σάλια από τα κενά των δοντιών που του λείπανε)
Πες μου.
Έχεις γάντια;

Έχω.
Φέρτα.
(Βγάζω τα καλοκαιρινά Bering που είχα μαζί μου και πλησιάζω δίπλα του. Σκύβω και του τα δείχνω. Μέγα σφάλμα.)
Είναι σκληρά;
Ναι είναι. Δες εδώ. (και του δείχνω την προστασία από κάρμπον που έχουν. Την χτυπάω κι όλας να ακούσει τακ-τακ-τακ, γιατί κόλωνε να τα αγγίξει)
Είναι μαλακά;
Και μαλακά είναι. (και του δείχνω το δέρμα στην παλάμη)

(Και αρχίζει κατά ριπάς)
Είναι σκληρά; Και μαλακά; Και σκληρά και μαλακά και σκληρά;;
(ασταμάτητα λέμε!)
(το χάσαμε -λεω- και γυρίζω στο μηχανάκι. Εδώ πήγα να τα βγάλω φωτογραφία αλλά σκέφτηκα τη μάνα τους να με κυνηγάει για προσωπικά δεδομένα και μετάνιωσα)
ΚΥΡΙΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ
Ορίστε;
Με αυτά δεν πονάς, ε;
(Ωπα – σκέφτομαι , τώρα θέλει προσοχή)
Πονάω φυσικά, αλλά πονάω λιγότερο.
Πως πονάς αφού έχεις και κράνος. Ούτε με το κράνος πονάς.
Και με το κράνος πονάς, αλλά πάλι πονάς λιγότερο.
(και έμεινα να χαμογελάω ευχαριστημένος από την παιδαγωγική μου απάντηση)
(παύση παιδακίων)
ΚΥΡΙΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ
Μάλιστα...
Πως σε λένε;
Μιχάλη – εσάς;
Όθωνα, λεει το ένα και το άλλο δεν θυμάμαι τι μου είπε, αλλά ήταν κάτι σε αρχαιοελληνικό βορείων προαστίων.
Χάρηκα.
(παύση – φαίνεται τελείωναν οι ερωτήσεις)
Κύριε αυτό τι είναι;
Η εξάτμιση.
Να την χαϊδέψω;
Όχι γιατί καιει και θα πονάς. Ποτέ να μην ακουμπάτε τις μηχανές γιατί μπορεί να καείτε. (άμα είχε εμένα δάσκαλο ο Μεγαλέξανδρος, θα είχαμε πάρει και την αυστραλία)

Κι αυτό τι είναι;
Η σέλα – εδώ κάθομαι. Αν θες ακούμπα τη.
(Ο Όθωνας πλησίασε επιφυλακτικά τη μηχανή στο ένα μέτρο, έγειρε μπροστά για να φτάσει να ακουμπήσει με την άκρη των δαχτύλων το πλάι της σέλας που ήταν πιο ψηλά από το κεφάλι του.
Έμεινε κατενθουσιασμένος από την αποκάλυψη αυτή και ακολούθησε αμέσως και ο άλλος με το ίδιο δέος, μη χάσει...)

Κι αυτό τι είναι;
Εδώ πατάω όταν κάθομαι στη μηχανή.
Να το ακουμπήσω;
Πετάγεται ο πονηρός ο άλλος τότε (πλην όμως σωστός) και του λεει:
Όχι ρε, είναι βρώμικο.
(ξανά παύση)
Εν τω μεταξύ είχα κλειδώσει, και απλά καθόμουν με τους αγκώνες στη σέλα και φιλοσοφούσαμε.
Οπότε ο άλλος παίρνει μια βαθιά ανάσα και με έκπληκτο βλέμμα αναφωνεί:
Πωωω πωωωωωω βγήκε το φεγγάρι!!!!
Αυτό σήμανε και τη λήξη των διαπραγματεύσεων.
Χαιρέτησα ευγενικά, πήγα να βρω τραπέζι και με το που κάθομαι τα ξαναβλέπω να μου έρχονται ουρλιάζοντας στο τραπέζι.
(τώρα τη βάψαμε)
Ευτυχώς βγήκε μια μαμά που ήταν κρυμμένη σε απόσταση βολής όλη αυτή την ώρα και τα μάζεψε.
Συμπέρασμα δεν έχει, ούτε ηθικό δίδαγμα, απλά μετάνιωσα που δεν τα έβγαλα φωτογραφία.

Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Συνταγούλα εργένικη

Είχα καιρό να μαγειρέψω.
Τελευταία τη βολεύω με ένα μαγεριό δίπλα στη δουλειά και τρώω εκεί.

Ανοίγω λοιπόν την καταψυξη και βλέπω μέσα:
Μπακαλιάρο κατέψ σε ροδέλες - διχτάκι.
Σπανάκι φρέσκο που το είχα πλύνει και το είχα καταψύξει.
Σακουλάκια με έτοιμα κομμένα κρεμμύδι-καρότα-σέλινο που είχα ετοιμάσει για χειμωνιάτικες ψαρόσουπες.

Τσακώνω το ταψάκι, λίγο ελαιόλαδο, αλάτι χοντρό, πιπέρι τριμένο, πετάω τους μπακαλιάρους μέσα, το ανακατεύω λίγο και απο πάνω απλώνω το σπανάκι ανακατεμένο με τα κολοκυθοσελινοκάροτα. Ούτε νερό, ούτε τίποτα.

Στο φούρνο για 45' και έτοιμο!

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

Heroes (just for one day)

Ρε συ Αντώνη... κάθε φορά που βλέπω to βιντεάκι σου, ταξιδεύω ρε φίλε....

"Άδειες φεύγουνε οι νύχτες"

Αφιερωμένο στον Λύκο, κάτι που θυμήθηκα από το ποστ του «pick up the pieces»
 
Στη παλιά μου γειτονιά, η κρεβατοκάμαρα έβλεπε στο πίσω κηπάκι μιας μονοκατοικίας.
Ήταν χωμένο στο βάθος ανάμεσα σε 3όροφες πολυκατοικίες, αλλά το άτιμο ήταν τίγκα στο πράσινο. Αγριάδες, κάτι παρατημένα πυράκανθα και γιασεμιά.
Δεν είχα πάρει ποτέ χαμπάρι ποιος έμενε στη μονοκατοικία, η έννοια της γειτονιάς άλλωστε έχει χαθεί χρόνια τώρα.
Ένα βράδυ κατά τις μία, βγήκα να απλώσω ρούχα, και ακούω από το κηπάκι μια γέρικη, θολή απ’ το κρασί φωνή, να τραγουδάει Καζαντζίδη, με συνοδεία φτηνού κασετόφωνου.

Με το ένα το τσιγάρο ανάβω τ' άλλο
και το ποτήρι το γεμίζω με πιοτό

ξαγρυπνάω με παράπονο μεγάλο

και μια απάντηση που έφυγες ζητώ.

 
Σβήνω τα φώτα, και αράζω στο μπαλκόνι.

Άδειες φεύγουνε οι νύχτες
κι η δική μου η ζωή,
για μοναχικούς ξενύχτες
δεν τελειώνουν οι καημοί.

Στρίβω ένα τσιγάρο και ακουμπάω στον τοίχο κρυμμένος.
Έβλεπα την καύτρα του τσιγάρου του μόνο και η φωνή δυνάμωσε.

Με τραγούδια σε ζητώ απελπισμένα
για ν' ακούσεις και να 'ρθεις κάποια βραδιά

νυχτοπούλια από αγάπη πληγωμένα

υπάρχουν κι άλλα σαν κι εμένανε πολλά.

Πλέον ακουγόταν σε όλη τη γειτονιά.
Οι λέξεις όμως έβγαιναν δύσκολα, μισές, ζορισμένες, παράφωνες σα βογγητό.

Άδειες φεύγουνε οι νύχτες
κι η δική μου η ζωή,
για μοναχικούς ξενύχτες
δεν τελειώνουν οι καημοί.

Άκουσα ένα μπουκάλι να πέφτει από το τραπέζι και μετά ησυχία....


Γουαλαντακαλούα


Τι έλεγα; α, ναι! γυρίζει τότε ο Α' μηχανικός και μου λέει: "Πγόοοοσεχε καπετάνιοοοο παγόόόόβουνοοοο!!!"
Τι να κάνω ο έρμος, βγάζω πόδι από τη γέφυρα, ζζζζμπρώχνω το παγόβουνο και τη γλυτώνουμε με ελαφριές γρατζουνιές στα έξαλα του πλοίου.
Πιάσαμε λιμάνι μετά - στης Ιντιας τα φανάρια - και το φτιάξαμε το βαπόρι. Τέτοιο ναύλο ούτε στον εχθρό σου...
Στον γυρισμό είχαμε ένα θεματάκι με τον καιρό και μας έβγαλε δυτικά, προς το τρίγωνο του διαβόλου.
Καταραμένα νερά...
Ειδαμε με τα μάτια μας, γαλέρες κούλικες από άλλες εποχές, να πλέουν με τα ξάρτια λυτά και τα πανιά σχισμένα, και χωρίς μία ψυχή στο κατάστρωμα.
Μόνες στον καιρό, έρμαια του γκάλφ στρημ, καταδικασμένες να ανεβοκατεβαίνουν στα κύματα, μέχρι τέλους... πικρή η θάλασσα όταν θέλει....
Ευτυχώς είχαμε καλό καπετάνιο (εμένα) και μας έβγαλε στο Γουαλαντακαλούα, ένα φανταστικό μέρος. (μη μου πεις ότι προσπάθησες να το προφέρεις)
Το Γουανταλακαλάουα λοιπόν (καλά διάβασες, απλά έχει δύο ονόματα, στο εξής) είναι ένα νησάκι μικρό για τα μέτρα του Ειρηνικού Ωκεανού, που όση γη του λείπει, άλλη τόση ομορφιά έχει.
Κατοικούταν από έγχρωμους ιθαγενείς οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με την οστρακοκαλλιέργεια και τις πέργολες. Ωραίοι τύποι οι Γκουλαντακαλαουκανοί...
Κατεβάσαμε λοιπόν μία λάντζα για να φέρουμε νερό στο βαπόρι και ήρθε και μας βρήκε ο αρχηγός τους, ο οποίος ήταν ψηλός, μπλε, και αδύνατος.
Είχε στα πόδια του ένα ζευγάρι Τίγρεις και δύο τύπους σωματώδεις - μάλλον σωματοφύκαλες ήταν - βεραμάν ο ένας και κρουασάν ο άλλος.
Τον χαιρετήσαμε στη γλώσσα του.
Αυτός μας κοίταξε βλοσυρά, έφαγε τον Κρουασάν και μετά μας έδωσε τον Βεραμάν δώρο, για να μας βοηθήσει να βάψουμε το βαπόρι.
Πήραμε ευγενικά τον Βεραμάν, νερό μέσα σε καρύδες και φύγαμε.
Μας κράξανε λίγο στη Σιγκαπούρη που σκάσαμε πλώρη με το βεραμάν βαπόρι ανάμεσα στις σκούνες και τα άλλα σκουριασμένα σκαριά, αλλά ο καπετάνιος μας (εγώ λέμε) το έδεσε σε μία σκοτεινή άκρη και ευτυχώς γελάγανε μόνο οι λιμενικοί. Με δυο κούτες τσιγάρα τους ξεφορτωθήκαμε όμως.
Το ξαναβάψαμε ένα ωραίο πράσινο της μολόχας, βάλαμε και ένα ουράνιο τόξο στην πλώρη και μας προσέλαβαν κάτι οικολόγοι να μετράμε φώκιες.


Ωραία χρόνια....

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

Format

Πρόσφατα λάλησε το πισί μου και αποφάσισα να του κάνω φορμάτ.
Ξέρετε.. τα γνωστά....
Αργούσε να αντιδράσει, κόλλαγε, έβγαζε μπλε οθόνες και έμενα σαν χάνος να το κοιτάω βραδιάτικα....
Κάτι από κάτι κακοκαθαρισμένους ιούς, κάτι από τα διάφορα που του έβαζα και έβγαζα ανα καιρούς, δεν ήθελε και πολύ.
Το φορμάτ πλέον ήταν απαραίτητο.
Κι εκεί λοιπόν κάπου στα μέσα της διαδικασίας, κάθομαι και σκέφτομαι το εξής πολύ φιλοσοφικό ερώτημα:
«Και τι είναι το φορμάτ;»
Εντάξει, λέω, κατ’ αρχάς διαμορφώνεται ο δίσκος ξανά, αλλά όχι και εντελώς.
Δηλαδή κάποιες περιοχές που γνωρίζουν το που βρίσκονται τα αρχεία διαγράφονται, αλλά τα ίδια τα αρχεία δεν χάνονται ποτέ, εκτός αν γραφτούν απο πάνω με νεότερα. Το πισί όμως καθαρίζει και πλέον είναι έτοιμο να δεχτεί το φρέσκο λειτουργικό σύστημα.
Windows XP, Vista, Ubuntu, ότι γουστάρει κανείς...
«Και τι είναι το λειτουργικό σύστημα;»
Ας πουμε ότι είναι ένα σύνολο προγραμμάτων που μας επιτρέπουν να χειριζόμαστε τον υπολογιστή. Χάρη σε αυτό, έχουμε πρόσβαση στη μνήμη, σε δίκτυα, έχουμε γραφικά, γράφουμε, σβήνουμε, κάνουμε copy - paste, alt+ctrl+del, num lock, caps lock κλπ κλπ.
Αφού μπεί αυτό μετά έρχονται οι διάφορες εφαρμογές.
«Δηλαδή;»
Δηλαδή τύπου πασιέντζα, Word, Excel, κομπιουτεράκι, photoshop, παιχνίδια, internet, e-mail, κλπ.
«ε και;»
Ε, και σκεφτόμουν ότι δεν διαφέρουμε και πολύ τελικά. Ισως και εμείς να τα φτιάξαμε όχι κατ’ εικόνα αλλά κατ’ ομοίωση. Τουλάχιστον σε ότι αφορά στο φορματ και τα παρελκόμενα του.
Ισως κι εμείς κάποια στιγμή να θέλουμε φορμάτ.
Δηλαδή με κάποιο τρόπο να διαγράψουμε όλα τα σκουπίδια που μας προκαλούν προβλήματα, που μας καθυστερούν στους υπολογισμούς και τις αποφάσεις μας, να καθαρίσουμε τον δίσκο μας και να στήσουμε απο την αρχή ένα φρέσκο λειτουργικό σύστημα.
Ισως τη νέα version ή με ένα service pack που περιλαμβάνει τις διορθώσεις στο προηγούμενο.
Μάθαμε απο τα λάθη μας, φυλαγόμαστε απο κακοτοπιές και είμαστε πιο έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε νέες.
Μόνο με φρέσκο λειτουργικό όμως. Το παλιό έχει κλατάρει πια.
Φαντάζεστε το πισί σας να τρέχει ακόμα Windows95 ή Windows 3.1;
Με τίποτα!
Εμείς γιατί να μένουμε ίδιοι, κουβαλώντας τα κουσούρια κακών χρήσεων, κακών χρηστών, κακοτοπιών και άλλων δαιμονίων;


Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

Ultimate Flash Face


Ωραίο προγραμματάκι για να κωλοβαράτε.

Νοιώθεις και λίγο FBI

Αυτό να φανταστείτε υποτίθεται είναι η φάτσα μου.

ναι καλά...

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

Αγιος Βασίλειος - Ελικώνας (τα παιδιά των λουλουδιών)

Σάββατο μεσημέρι.

Τσοκορέλος και Μπάτζιος.

Μόλις τέλειωσαν με τα σαββατιανά ψώνια.

Τάιγκερ και σεμπεάρ. (σε χειμερία νάρκη αμφότερα)

Φούλ δέρματα αλά φάκεν τούριστ - ο άλλος είχε και ξύστρες και ψαρωτική ζελατίνα.

Γεμάτα ρεζερβουάρ, μαύρα γυαλιά και μισό πακέτο καρέλια. Hit it!


Από μακντόναλτς, πήγαμε Θήβα (βλάχικο γάμο κι έτσι).
μέχρι εκεί αηδία.
Ο μπάτζιος να βαριέται πίσω μου με 180, κι εγώ να κουνάω σαν μην-πω-τι, γιατί σιγά μην βγάλω τη μπαγκαζιέρα.
Τα καλά νέα: Τα μυγάκια -επιτέλους- επέστρεψαν!

Μετά τη θήβα, πάμε για Ερυθρές, Πλαταιές, Καπαρέλι.
Εκεί η βελτίωση ήταν ραγδαία.


Πέσανε οι ταχύτητες, οι ζελατίνες γέμισαν με αντανακλάσεις από καταπράσινα στάχυα, παπαρούνες, ανθισμένα δέντρα και άλλες ρομαντζάδες ονοφικές, (καβαδία ακούς; ) αρχαία (μάχη των πλαταιών) βουνά, κάμπους, μυρωδιές, όλα μια χαρά.
Καλή άσφαλτος, μηδενική κίνηση από ΙΧ και ωραίες θέες.

Μετά το Καπαρέλι στρίψαμε για Αγιο Βασίλειο.
Τραβερσάρεις ανεβαίνοντας το βουναλάκι και μετά κατηφόρα ωραία μέσα στα πέυκα, με σούπερ θέα στον Κορινθιακό και στον κόλπο του Αγίου Βασιλείου.
Πρόκειται για λιμανάκι παραθεριστικό, και είναι το επόμενο φανταστείτε του Πόρτο Γερμενό, αλλά δεν υπάρχει γρήγορη σύνδεση μεταξύ τους.
Βοτσαλάκι και τυρκουάζ νερά, φάτσα στις Αλκυονίδες.


Εναν μικρό μώλο και πολλά παραθεριστικά σπίτια.
Εχει δυο ψαροταβέρνες. Θα πάτε στη μικρή. Τέλος.
Ο τύπος έχει καίκι και σερβίρει ότι πιάνει.
Παραδίπλα έχει και καφέ με σκυλοπόπ μουσικές.
Η άλλη ταβέρνα η μεγάλη είναι μονίμως άδεια. Πιθανώς να γεμίζει όταν τιγκάρει το μικρό.

Που ήσουν Φούρκα να δεις κολυμβητές, αλλά σιγά μην ζηλέψεις πλέον...



Μετά το φαγητό, και αφού ξεπαστρέψαμε τα μισά καρέλια του Μπατζιου, γιατί είχα ξεμείνει απο χαρτάκια φύγαμε.
Ανηφόρα για το Καπαρέλι (ωραίες στροφές, προβλέψιμες) και μετά Λέυκτρα -> Ελλοπία -> Ξηρονομή -> Θίσβη.

Ολο αυτό ανάμεσα σε στάχυα, παπαρούνες, ελαιώνες, στροφές σούπερ, μπορεί να είδαμε και 4 αυτοκίνητα σύνολο.

η Θίσβη είναι χτισμένη σε φανταστικό μέρος, με θέα στον κάμπο, δίπλα σε βράχια, με σετ πλατεία-καφενείο-μουριές-γέροι-παιδάκια.


Μετά τη Θίσβη και ένα μικρό κουίζ με το χάρτη γιατί ταμπέλες δεν έχει, ανηφορίζουμε πια στον Ελικώνα και πάμε για Αγία Αννα.

Εδώ αρχίζουν τα γλέντια.

Ούτε πολύ ανοιχτές, ούτε πολύ κλειστές.
Ούτε πολύ αργές, ούτε πολύ γρήγορες.

Ιδανικές για όμορφη ροή, σωστό γκάζι, προβλεψιμες κλίσεις, πολύ καλή πρόσφυση, με ορατότητα και απίστευτη θέα - μην ξεχνιόμαστε.
(Να ναι καλά το καλιφόρνια που μας μαθαίνει να είμαστε ασφαλείς και να γουστάρουμε τέτοιες διαδρομές.)

Μόλις αρχίσει το κατέβασμα, τα πράματα αλλάζουν.
Το ψιλογυμνό τοπίο και οι ανοιχτές στροφές δίνουν τη θέση τους σε δασωμένες πλαγιές, με πιο κλειστές στροφές, κατηφόρες με μεγαλύτερες κλίσεις, και δυστυχώς πιο γλυστερή άσφαλτο.

Επειδή είχα πάρει φόρα από το μεσημέρι, μου δίπλωσε το μπροστινό σε ένα κουίκ τέρν (εννοείται ότι εκανα λάθος με το γκάζι) αλλά κάτι με τα πόδια, κάτι με τον φύλακα άγγελο, με λίγο κοπάνημα συνέχισα ευθεία. Στην επόμενη φουρκέτα σε ένα κατέβασμα άρχισα να ντριφτάρω αλλά μοτάρντ, οπότε - πολύ σοφά - μπήκε μπροστά μου ο Μπάτζιος για να με ηρεμήσει και να μην φύγω σε κάνα χωράφι.
Ε, στην επόμενη στροφή, έφυγε και με τα δύο κι αυτός, οπότε κόψαμε κι άλλο και κατεβήκαμε ακόμα πιο προσεκτικά στο κάμπο του Ορχομενού.

Μέχρι εδώ η διαδρομή ήταν φανταστική. Πηγές δίπλα στο δρόμο, ωραία δασωμένα χωριά με καφενεδάκια και πλατείες, άπειρες καβάτζες για στάση και χαζολόι στη θέα, δεξιά αριστερά.

(και πούσαι μπάτζιε... κάνουμε και καμιά στάση σε κάνα καφενείο - ας κρυώσουν τα λάστιχα....)

Μετά τα γνωστά, από Ορχομενός διακτινιστήκαμ ε στο Κάστρο, και μετά από Εθνική με νορμάλ κίνηση λόγω Σαββάτου, κατευθείαν Νταλούζ με μυγάκια και μαλλί σε κουπ του ιάπωνα κομμωτή Αράι...

Καβαδία, κάντηνα. είναι 350 χλμ περίπου.
Μπάτζιε έχω μια καλή ιδέα για την επόμενη.


Υ.Γ.(1) Να θυμηθώ στην επόμενη να αφήσω την μπαγκαζιέρα σπίτι, και όταν πάω σπίτι να βάλω και καμιά-δυο φωτό.
Υ.Γ.(2) Ζ6 κι άγιος ο Θεός....
Υ.Γ.(3) καβάτζα χαρτάκια και στην μπαγκαζιέρα στο εφεξής...

Το είχα πρωτοποστάρει στο Bikenet.

Εν πλω.




χωρίς λόγια.

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Απεργία Βυτιοφόρων

Τι πανικός κι αυτός σήμερα...
Μέχρι και στην Τήλο λένε, υπάρχει έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης 8 ώρες μετά την έναρξη της απεργίας.

Μα ήμαρτον!

Σήμερα με ξύπνησε ένας φίλος για να πάω να βάλω βενζίνη για τη βόλτα που σχεδιάζαμε.
Φούλαρα μηχανάκι, φούλαρα και αυτοκίνητο και τώρα είμαι ήσυχος και ασφαλής στον καναπέ μου.

Τα λύσαμε τα προβλήματα και για σήμερα...

(κούνια που μας κούναγε)

Extraordinary

Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

Τα ημερομήνια.

Ο τόνος στο "ή"...

Η παραδοσιακή πρόβλεψη του καιρού εδώ και γενιές, βασισμένη απλά στην παρατήρηση του καιρού των 12 πρώτων ημερών του Αυγούστου.

Σύμφωνα με την παράδοση και τους ειδικούς, αυτές αντιστοιχούν στους 12 μήνες, και παλαιότερα αποτελούσαν το μοναδικό "εργαλείο" πρόγνωσης.

Αυτά που ποστάρω, έπεσαν στα χέρια μου πρόσφατα, αλλά δεν ξέρω σε ποια περιοχή αναφέρονται, γιατί από όσο ξέρω τα ημερομήνια αφορούσαν σε τοπικές προβλέψεις.





Τρίτη 6 Μαΐου 2008

Το νου μας....


Παραπάνω έχουμε μια "πολύ ωραία" απεικόνιση.

Αριστερά βλέπουμε σε μορφή φούσκας όλο το νερό που υπάρχει στον πλανήτη.
Θάλασσες, ποτάμια, λίμνες, σύννεφα, υγρασία, όλο!

Δεξιά, βλέπουμε όλο τον αέρα που μας περιβάλλει.

Τώρα που δεν είναι απλωμένα πάνω στην υδρόγειο, δεν φαίνονται όπως ακριβώς είναι;
Και εννοώ απελπιστικά λίγα και τα δύο, για να συνεχίσουμε να τους φερόμαστε έτσι.

Το νου μας, λέω...

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

Μιχάλης Αλεξανδρόπουλος.

Αυτό ήταν και το τελευταίο μέρος των γραπτών του παππού.

Δεν ξέρω τι να πω... μακάρι να του μοιάσω, απλά...

Μιχάλης Αλεξανδρόπουλος #4

Ξέχασα να σας πω στο μεταξύ ότι ...
Όταν συγκεντρωθήκαμε όλοι όσοι θα μέναμε στο μηχανισμό, δηλαδή εγώ, ο Κανάκης, ο Παντελής, ο άλλος τυπογράφος που έφερα εγώ Κώστας Κατσούλης και ο σύνδεσμος που μας έστειλε η οργάνωση επονίτης Χαράλαμπος Δουλχερίδης, εθεώρησα καθήκον μου, αν και εγώ ήμουν ο οργανωτής του τυπογραφείου, να καλέσω όλη την ομάδα σε σύσκεψη και να προτείνω τον Ι. Κανάκη για αρχηγό της ομάδας. Όταν όμως το έμαθε η οργάνωση, μου έστειλε μακροσκελές σημείωμα με επικεφαλίδα "να διαβαστεί ενώπιον όλης της ομάδας" και που έλεγε με λίγα λόγια ότι δεν είναι καιρός για τέτοια και ότι εμείς στείλαμε εσένα να οργανώσεις το τυπογραφείο υπεύθυνα και εσύ θα είσαι ο υπεύθυνος... .
Το διάβασα στους φίλους και δεν έφερε κανένας καμία αντίρρηση.
9
Στον μηχανισμό η δουλειά συνεχιζόταν με πιο εντατικό ρυθμό. Μια μέρα του Μάρτη του '43, πήρα ένα μακροσκελές σημείωμα από το Γραμματέα του Ε.Α.Μ., Ν. Δηλαβέρη που μας έλεγε ότι για τις 25 Μαρτίου θα πρέπει την "Ελευθερία" να τη βγάλουμε τετρασέλιδη και με μπλε χρώμα αν είναι δυνατόν.
Το διάβασα στα παιδιά του μηχανισμού και τους ανέπτυξα πόσο δύσκολο πράγμα ήταν αυτό. Έπρεπε να περάσει 5 φορές από το μικρό μας μηχάνημα η εφημερίδα μας για να τυπωθεί κάθε σελίδα χωριστά (4 σελ.) και μια το χρώμα (μπλε). Χωριστά η στοιχειοθεσία. Έπρεπε δηλαδή να αρχίσουμε δουλειά από την άλλη μέρα. Να κόψουμε χαρτί, να τυπώσουμε τον τίτλο μπλε και να τα έχουμε έτοιμα μόλις μας στείλουν την ύλη να αρχίσει η στοιχειοθεσία, που θα την έκανε ουσιαστικά ένας. Δηλαδή θα δουλεύαμε μέρα - νύχτα.
Με μια φωνή φώναξαν όλοι ενθουσιασμένοι, "Θα γίνει!".
Ημασταν όλοι τέσσερις. Ο ένας από τους τέσσερις έπαιρνε ραδιόφωνο που το παρακολουθούσε συνεχώς, ο άλλος ήταν εξωτερικός που δικαιολογούταν ως εργάτης του κήπου. Μέναμε λοιπόν 2. Έπρεπε να δουλεύουμε 20 ώρες το 24ωρο.
Να μην τα πολυλογούμε την τελειώσαμε τη δουλειά και άρχισε η αποστολή των εφημερίδων σε τσουβάλια. Ένα από αυτά τα τσουβάλια πιάστηκε από μια παρέα χωροφυλάκων και παραλίγο να πιαστεί και ο σύνδεσμος. Τα άλλα πήγαν στον προορισμό τους. Μετά την κατοχή - και το Λεω προς τιμή μερικών αξιωματικών και χωροφυλάκων της κατοχής - έμαθα τυχαία ότι ο αξιωματικός στον οποίο πήγαν οι χωροφύλακες τον τύπο, αφού διάβασε το περιεχόμενο, τους έβγαλε λόγο και τους είπε ότι είναι πατριωτικού περιεχομένου και πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε αυτούς τους πατριώτες και να παραδώσουμε το υλικό...
10
Αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτε και τότε διέταξε να το κάψουν χωρίς να πάρουν είδηση οι Γερμανοί. Στον μηχανισμό αναστατωθήκαμε διότι φοβόμασταν μήπως αναγνωρίσουν το σύνδεσμο Μήτσο και μας κάνουν ζημιά γι' αυτό πήρανε τα μέτρα μας και η δουλειά σταμάτησε για λίγες μέρες.
Χριστούγεννα το 43 :
Παραμονή είχαμε τελειώσει ορισμένες δουλειές και καθόμουν μπροστά στο ραδιόφωνο στο υπόγειο και άκουγα μουσική. Ο Παντελής, ο νοικοκύρης του κήπου, είχε πάει στο σπίτι του για ψώνια, για τα παιδιά κ.τ.λ. , ο Γιάννης κάπου ήταν στο μπαξέ, ο Κώστας και ο Μήτσος κάτι είχαν ετοιμάσει για φαί και κάθονταν μέσα στο μεγάλο δωμάτιο και κουβέντιαζαν. Ανέβηκα κι εγώ από την τρύπα να δω τι γίνεται.
Πριν μπω στο δωμάτιο κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. Μια βαριά ατμόσφαιρα επικρατούσε μέσα στο δωμάτιο. Ο Μήτσος έπαιζε στο μπουζούκι του ένα λυπητερό σκοπό, κάτι για μάννα, κάτι για παιδιά και σιγοτραγουδούσε, ο Κώστας που είχε δύο παιδιά σιγοτραγουδούσε κι αυτός. Τα μάτια και των δύο ήταν βουρκωμένα.
Τραβήχτηκα και σκεφτόμουν τι να κάνω για να σπάσει αυτή η βαριά ατμόσφαιρα, γιατί κι εγώ κάτω δεν μπορούσα να βγάλω από το νου μου το παιδί μου και τη γυναίκα μου. Παραμονή Χριστουγέννων, τι να κάνουν; έχουν να φάνε κάτι ιδιαίτερο ή θα στερηθούν και το ψωμί; κτλ κτλ. Μ' αυτές τις σκέψεις ανέβηκα απάνω και είδα αυτή την εικόνα. Σκεφτόμουν λοιπόν τι να κάνω, όχι για να παρηγορήσω αυτούς αλλά περισσότερο να διώξω τις δικές μου σκέψεις.
11
Κατέβηκα λοιπόν πάλι κάτω, πήρα δύο μεγάλες μαχαίρες που κόβαμε χαρτί, πασάλειψα τα μούτρα μου με μουτζούρα από την ασετιλίνη, ανέβηκα επάνω βρήκα κι ένα σεντονάκι, το τυλίχτηκα, έβαλα και στο στόμα μου μια μεγάλη φέτα κρομμύδι, και εισόρμησα στο δωμάτιο λέγοντας στο Μήτσο να παίξει ένα σκοπό να χορέψουμε με τον Κώστα, που τον άρπαξα και τον σήκωσα απάνω.
Το τι έγινε δε λέγεται από γέλια και ενθουσιασμό. Εν τω μεταξύ ήρθαν και οι άλλοι και άλλαξε η ατμόσφαιρα. Φάγαμε και ήπιαμε και λίγο κρασάκι και έτσι παρηγορήθηκα προπαντός εγώ. Ο καιρός περνούσε, η δουλειά συνεχίζονταν, κάθε μέρα γίνονταν συλλήψεις και εκτελέσεις από τους Γερμανούς, ο κόσμος στέναζε από τη διπλή σκλαβιά, αλλά και το αντάρτικο δυνάμωνε τα χτυπήματα του κατά των κατακτητών, παράλληλα με τις επιτυχείς μάχες στο Ανατολικό μέτωπο.
Στις δυνάμεις των πατριωτών, όλο και καινούργια παλικάρια προσχωρούσαν. Οι δοσίλογοι και οι προδότες τρέμανε και γίνονταν πιο θρασύδειλοι. Περιμέναμε πια το Δεύτερο μέτωπο που θα ανοιγόταν από τη Δύση. Ο κίνδυνος να μας ανακαλύψουν μεγάλωνε. Παίρναμε όσο μπορούσε πιο αυστηρά συνωμοτικά μέτρα. Βγαίνοντας από το υπόγειο ψαχνόμασταν παντού μήπως κανένα χαρτάκι, καμιά σταγόνα - μουντζούρα τυπογραφικής μελάνης πρόδιδε την παρουσία μας. Οπλισμό είχαμε ένα αυτόματο Τόμπσον και μερικά πιστόλια που θα τα χρησιμοποιούσαμε σε έσχατη ανάγκη για να αμυνθούμε ή εν ανάγκη να αυτοκτονήσουμε.
Ένα βραδάκι, σούρουπο ακούσαμε από μακριά στην Επτάλοφο φασαρία και αμέσως μετά να μιλάει κάποιος από χωνί. "Εδώ η φωνή της ΕΠΟΝ πατριώτες..." αμέσως μετά φωνές και κυνηγητά. Αμέσως εμείς χωθήκαμε μέσα στο υπόγειο και μας καμουφλάρανε από πάνω σε τρόπο που δεν ήταν δυνατόν να υποπτευθεί κανείς την παρουσία μας.
12
Μάθαμε μετά ότι κυνήγησαν έναν ΕΠΟΝίτη και χώθηκε μες στον κήπο τον δικό μας, αλλά αμέσως μπήκαν από πίσω του κι οι ταγματασφαλίτες και τον έπιασαν, αλλά ευτυχώς σ' ένα στενό τους ξέφυγε. Ένα βράδυ που καθόμασταν στο χαγιάτι να ξεκουραστούμε και να πάρουμε αέρα, ακούμε από κάτω τον ραδιοφωνητή μας να σφυρίζει συνθηματικά. Τρέχουμε όλοι μαζί. Οι σύμμαχοι έκαναν απόβαση στη Γαλλία!...
Κοντέψαμε να φωνάξουμε όλοι μαζί δυνατά με κίνδυνο να ακουστούμε από τα γειτονικά σπιτάκια αλλά και από τους Γερμανούς που ήταν εγκατεστημένοι σε ένα σπιτάκι 500 μέτρα παρά πέρα από μας και που φύλαγαν τα καύσιμα που είχαν σκόρπια μες' τα χωράφια.
Η αρχή του τέλους έγινε. Κουράγιο τώρα, γρήγορα θα απελευθερωθούμε. Στο Αν. Μέτωπο τους πήραν φαλάγγι. Από το δυτικό τους σφυροκοπάνε. Από την άλλη τα αντάρτικα κινήματα των κατεχομένων χωρών εντείνουν τα σαμποτάζ όλο και περισσότερο. Το θηρίο λαβωμένο είναι πιο επικίνδυνο γι' αυτό πρέπει να προσέχουμε περισσότερο.
13
Στις 12 Οκτωβρίου 1944, απελευθερώνεται η Αθήνα. Οι γερμανοί υποχωρούν στην Ευρώπη και ρίχνουν τις περισσότερες δυνάμεις τους στο Ρωσικό μέτωπο. Την άλλη μέρα, στις 13 Οκτωβρίου έμελλε να καταστραφεί ο μηχανισμός από ένα τυχαίο γεγονός, και να σκοτωθεί ο Πέτρος ένας ΕΠΟΝίτης που μας τον έστειλαν κι αυτόν για εργάτη του μπαξέ και βοηθό μας. τραυματίστηκαν ο Κώστας και ο Παντελής και οι άλλοι σώθηκαν ως εκ θαύματος. Τα πράγματα εξελίχθηκαν ως εξής:
Ο Παντελής είχε διαφορές με τον νοικοκύρη του κτήματος που είχε τον ανθόκηπο, ενα βουλγαρόφωνο προδότη. Αυτός λοιπόν ο άθλιος για να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει τον κήπο κατήγγειλε στους ταγματασφαλίτες φίλους του ότι έχει κρυμμένα όπλα κλπ. Ήρθαν λοιπόν 5 - 6 απ' αυτούς με μερικούς γερμανούς στον κήπο να ψάξουν για όπλα, να φοβερίσουν τον Παντελή και να πλιατσικολογήσουν. Όταν χτύπησαν την πόρτα του κήπου δεν πρόφτασε ο Παντελής να ξεκινήσει με τα κλειδιά στο χέρι για να τους ανοίξει κι έσπασαν την πόρτα εισορμώντας μέσα στον κήπο βρίζοντας.
Εγώ εκείνη τη στιγμή βρισκόμουν κάτω μπροστά στο ραδιόφωνο. Δουλειά δεν είχαμε γιατί είχαμε τελειώσει μια έκδοση. Ι Γιάννης και ο Κώστας βρίσκονταν απάνω. Σε τέτοιες περιπτώσεις είχαμε συνεννοηθεί, έπρεπε να κατέβουν όλοι κάτω στην κρύπτη, εκτός του Παντελή και του εργάτη Πέτρου που ο ένας θα πήγαινε να ανοίξει κι ο άλλος θα μας καμουφλάρισε. Το καμουφλάζ ήταν ζήτημα λεπτού.
Όρμησαν λοιπόν οι δυο και κατέβηκαν στη κρύπτη. Εγώ που δεν είχα ιδέα τι γίνεται επάνω τους είδα να πέφτουν σχεδόν από την τρύπα. Σε ερώτηση μου μάλιστα προς τον Κώστα που έπεσε πρώτος: "Τι γίνεται επάνω;" δεν μπορούσε να μου απαντήσει από την ταραχή του. Τέλος πάντων, μου είπαν εν ολίγοις τι συνέβη. Εν τω μεταξύ ο Πέτρος δεν πρόφτασε να έρθει να μας καμουφλάρει, και ήρθε ο Παντελής και κάνοντας πως τακτοποιεί τους βολβούς έριξε μια καλαθούνα στην τρύπα.
14
Τον πρόφτασαν όμως οι άλλοι και τον διέταξαν με τα όπλα να βγάλει την καλαθούνα από 'κει και τον ρώτησαν:
. Τι έχεις εκεί ρε;
. Τίποτα, είναι μια αποθηκούλα που βάζω τρόφιμα, λέει ο Παντελής.
Ζήτησαν λοιπόν μια λάμπα για να δουν την αποθήκη. Βρέθηκε εκεί μια λάμπα θυέλλης που την χρησιμοποίησαν. Τον Πέτρο τον κρατούσε έξω ένας, υπό την απειλή του περιστρόφου του.
Εμείς στο μεταξύ χωρίς να βλέπουμε τίποτα, ακούμε μόνο τα παραγγέλματα και τις βρισιές.. Ήμασταν έτοιμοι για την αντιμετώπιση τέτοιας περίπτωσης, είχαμε κάνει ασκήσεις ετοιμότητας και είχαμε συμφωνήσει σε ένα πλάνο. Εγώ θα έφευγα τελευταίος σαν επικεφαλής, ο Γιάννης μ' ένα πιστόλι στο χέρι θα έβγαινε πρώτος, μετά θα ορμούσε ο Κώστας με το αυτόματο...
Αυτά όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα πριν προφτάσουν να ρίξουν στην τρύπα κάποια χειροβομβίδα ή έστω μια πατσαβούρα με πετρέλαιο αναμμένη που θα καιγόμασταν σαν ποντίκια.
Μόλις λοιπόν είδαμε από κάτω το φως δίνω το παράγγελμα και βάλλει δυο πιστολιές ο Γιάννης, αμέσως κατόπιν ο Κώστας βάλλει μια ριπή με το αυτόματο και παραχωρεί τη θέση του στο Γιάννη ο οποίος βγαίνει από την τρύπα. βάλλοντας με το πιστόλι του, ακολουθεί ο Κώστας αλλά πριν βγει παθαίνει εμπλοκή το αυτόματο και υποχωρεί, το παίρνω εγώ τίποτα, το πετώ και βάλλοντας με το πιστόλι μου βγαίνω.
Δεν βλέπω κανέναν ενώ πιστολιές, όπλα και αυτόματα δουλεύουν. Ακούω τα βογκητά του Πέτρου ο οποίος μόλις άκουσε την ριπή τρέχει να φύγει αλλά ο άλλος που τον σημάδευε με το όπλο τρομοκρατημένος κι αυτός πρόφτασε και του έριξε στην κοιλιά κι έτρεξε να κρυφτεί. Ο Πέτρος έπεσε σ' ένα θερμοκήπιο και βογκούσε, γι αυτό και όρθιος που σηκώθηκα με κίνδυνο να μου έρθει καμιά ριπή δεν μπορούσα να τον δω.
15
Σε λίγο όμως έριξαν χειροβομβίδα και σταμάτησε το βογκητό. Όπως έμαθα μετά, του θρυμμάτισε το κεφάλι και πέθανε ευτυχώς αμέσως χωρίς άλλες ταλαιπωρίες. Αυτά γίνονται σε δευτερόλεπτα που περίμενα να βγει και ο Κώστας τραυματισμένος στο χέρι, να τον πάρω και να φύγω.
Ξέχασα να σας πω ότι όταν έβγαλε το αυτόματο από την τρύπα κάποια σφαίρα περίστροφου τον βρήκε στον καρπό του χεριού. Βγήκε και μαζί περάσαμε πίσω από το σπίτι τα σύρματα, μπήκαμε σε ένα γειτονικό αμπέλι κι από εκεί στο δρόμο, που σε απόσταση 300 ­400 μέτρα ήταν το φυλάκιο των Γερμανών. Ο Γιάννης είχε εξαφανιστεί, μπροστά από μας είδαμε μόνο τον Παντελή που έτρεχε κουτσαίνοντας. Μπήκαμε στο συνοικισμό Μενεμένη. Εδώ ο Παντελής γνώριζε πολλούς από τους κατοίκους του συνοικισμού, γι' αυτό κι έλεγα στον Κώστα να πάει με τον Παναγή μήπως μπορέσει και τον βάλει σε κανένα σπίτι να του επιδέσουν τουλάχιστον το τραύμα του, γιατί ήταν πολύ επικίνδυνος.
Οι ριπές και οι χειροβομβίδες που πέφτανε στον κήπο είχαν αναστατώσει τη γύρω περιοχή. Θα μας έβλεπαν οι ταγματασφαλίτες ή κανένας χωροφύλακας και θα μας πιάνανε. Ο Κώστας όμως επειδή ήταν παλιός συνάδελφος και φίλος, είχε περισσότερη εμπιστοσύνη σε εμένα απ' ότι φαίνεται και δεν ξεκολλούσε από μένα.
Είχα δε, γεμίσει κι εγώ αίματα από την πληγή του μ' ένα μαντίλι. Ο κόσμος είχε βγει στις πόρτες των σπιτιών του συνοικισμού και μας κοίταζε φοβισμένα αλλά και με συμπάθεια, όπως πρόσεξα. Πήρα την απόφαση και σταμάτησα μπρος σε μια πόρτα που στέκονταν και μας έβλεπε μια γυναίκα μ' ένα παιδί. Της ζήτησα κανένα προσόψι ή κάτι τέτοιο για να σταματήσουμε το αίμα ως ότου βρούμε κανένα φαρμακείο - όπως της είπα.
16
Αυτή όμως, αντί απαντήσεως, μας είδε από πάνω ως κάτω και τον έπιασε από το μανίκι, τον έβαλε μέσα στο σπίτι. Με κοίταξε με σημασία και μου έκλεισε την πόρτα. Φαίνεται ότι κατάλαβε ότι είμαστε αγωνιστές της αντίστασης, αντιλήφθηκε σε πόσο τραγική θέση βρισκόμασταν, γιατί σίγουρα θα μας πιάνανε πάρα κάτω οι ταγματασφαλίτες που ειδοποιημένοι, έφθασαν ενισχύσεις με αυτοκίνητα και κάνανε έρευνες σ' όλη την περιοχή.
Εγώ κατάλαβα ότι τον αφήνω σε καλά χέρια μην έχοντας άλλωστε άλλη εκλογή ανακουφίστηκα αφάνταστα γιατί θα είχα να φροντίσω μόνο για τον εαυτό μου τώρα. Το μυαλό μου δούλευε γρήγορα. Φορούσα ένα στρατιωτικό σακάκι που ήταν μέσα στα αίματα.
Πρέπει να πω λίγα λόγια όμως για την εποχή εκείνη και το λαό μας, τον απλό λαό. Μεγαλούργησε πραγματικά. Όπου πήγαινες, όπου αποτεινόσουν, να μην πω πολύ στα 80% του λαού μας θα έβρισκες συμπαράσταση. Η απλή αυτή γυναικούλα κατάλαβε περί τίνος πρόκειται, ζύγισε τα πράγματα στα γρήγορα και πήρε τις αποφάσεις της. Με κίνδυνο, με άμεσο κίνδυνο της ζωής των παιδιών της και του εαυτού της, πήρε τον τραυματία αγωνιστή, τον έκρυψε δύο μέρες και κατάφερε όπως έμαθα αργότερα να συνδεθεί με την οργάνωση και να τον φευγατίσουν για την Καβ!iλα.
Αυτά γίνονται στις 13 Οκτωβρίου 1944. Σε λίγες μέρες άρχισαν να απελευθερώνονται οι άνω συνοικίες.
Όταν βρέθηκα λοιπόν μόνος κείνο που σκέφτηκα πρώτο ήταν να απαλλαγώ από το ματωμένο σακάκι. Δεν ήταν δυνατόν. Σιγούρεψα το πιστόλι μου. Έβαλα τα χέρια στην τσέπη και τραγουδούσα ρεμπέτικα τραγούδια παραπατώντας και κάνοντας το μεθυσμένο. Αν με σταματούσε κανένας θα έλεγα ότι δούλευα στα σφαγεία και τα παραήπιαμε με την παρέα. Πράγματι ο κόσμος με έβλεπε περίεργα, αλλά όχι και παραξενεμένος. Έβλεπε ένα μεθυσμένο.
Ο Γιάννης που έφυγε πρώτος κατάφερε να στείλει ένα σημείωμα στην οργάνωση γραμμένο στα λατινικά ότι εγώ και ο Κώστας σκοτωθήκαμε γιατί ήταν βέβαιος γι αυτό ύστερα από το χαλασμό που γινόταν και που έβλεπε από μακριά. Αφού ρήμαξαν τα πάντα με χειροβομβίδες έβαλαν φωτιά στο σπιτάκι.
17
Παρέλειψα να σας πω, ότι η ταυτότητα μου, έμεινε στην τσέπη του σακακιού μου και κάηκε μαζί με τα άλλα πράγματα. Διότι αυτοί, μη βλέποντας κανέναν και μη ξέροντας αν φύγαμε ή έχει ανθρώπους το σπίτι βάλανε φωτιά. Εγώ όμως δεν το ήξερα αυτό κι έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου. Γι' αυτό πήρα την οικογένεια μου και λίγα ρουχάκια και εξαφανίστηκα. Ειδοποιήθηκε η οργάνωση που βρίσκομαι και απεκατέστησα επαφή.
Σε λίγες μέρες ύστερα από περιπέτειες με ειδοποίησαν και κατέβηκα στο Γραφείο Τύπου που εν τω μεταξύ είχε ιδρυθεί στην άνω συνοικία που άρχισε να απελευθερώνεται.
Στις 27 Οκτωβρίου το βράδυ, ακόμα οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να φύγουν, εμείς κάνουμε συμβόλαιο με τον ιδιοκτήτη των εγκαταστάσεων της εφημερίδας "Ν. Ευρώπη" και μπαίνουμε στο τυπογραφείο. Οι Γερμανοί νομίζοντας ότι θα βγάλουμε την "Ν. Ευρώπη" μας φέρνουν ανακοινώσεις και διάφορα έγγραφα για δημοσίευση.
Εγώ κατά τις 10 πηγαίνω στο σπίτι (είχα γυρίσει στο δικό μου) να δω τι κάνουν και να φάω λίγο. Γυρίζοντας είδα τους Γερμανούς να φεύγουν. Όταν πήγα στην εφημερίδα είδα ότι είχαν κόψει το ρεύμα. Ξεκίνησα με κάποιον άλλον και πήγα στην Ηλεκτρική Εταιρεία για να δούμε πως θα βγάλουμε Εφημερίδα. Όταν έφτασα εκεί βρήκα και το Διοικητή της πολιτοφυλακή ς Θωμά Βενετζανόπουλο που ενδιαφέρονταν κι αυτός για το ίδιο πράγμα, για τα νοσοκομεία και την πολιτοφυλακή που στεγάζονταν στο μέγαρο Δρόσου.
18
Βρήκαμε μερικούς τεχνικούς. Μας βεβαίωσαν ότι αυτοί θα βάλουν μπρος τις μηχανές και θα μας δώσουν ρεύμα, αλλά έπρεπε εμείς να φροντίσουμε για τις γραμμές που ήταν μισοκατεστραμμένες. ψάξαμε και μάθαμε ότι ο υπεύθυνος τεχνικός, κατά κάποιο τρόπο των γραμμών είναι κάποιος Σούγκαρης. Αυτόν έπρεπε να βρούμε, οπωσδήποτε. Ξεκινήσαμε λοιπόν όλοι μαζί και ψάχναμε σαν τα λαγωνικά, νύχτα, ώσπου κάτι βρήκαμε. Φτάσαμε τελικά κάπου στο Παππάφη και ρωτώντας βρήκαμε επιτέλους τον Σούγκαρη, του εξηγήσαμε την αποστολή μας και τον παρακαλέσαμε και ήρθε μαζί μας. Του δώσαμε φρουρά να μην τον πειράξει κανείς, και σε μερικές ώρες είχαμε ρεύμα. Με χίλιες στερήσεις και εμπόδια κλείσαμε 2 σελίδες κανονικού σχήματος και βάλαμε μπρος τις μηχανές, το ταχυπιεστήριο και βγάλαμε την "Ελευθερία" σε πολλά αντίτυπα για πρώτη φορά ελεύθερα στον ελεύθερο αέρα από το μπουντρούμι που έβγαινε σε ένα μικρό πενταλάκι που το δουλεύαμε με το πόδι.
Την άλλη μέρα η εφημερίδα μας έγινε ανάρπαστη. Ο κόσμος παραληρούσε. Οι γερμανοί ακόμα φεύγανε. Εμείς κοντά στα άλλα έπρεπε να φυλάξουμε και τα πιεστήρια των άλλων εφημερίδων για να μην τα ανατινάξουν ή τα καταστρέψουν. Ανέλαβα την τεχνική και οικονομική διεύθυνση της εφημερίδας με χίλιες στερήσεις πάλι, ως τη Βάρκιζα 12 Φεβρουαρίου 1945 που υπεγράφη η περίφημη συμφωνία της Βάρκιζας.
Από εκεί αρχίζουν τα βάσανα μας. Αθέτησις της συμφωνίας, κλπ, κυνηγητά των αγωνιστών... φυλακίσεις, σκοτωμοί από αγανακτισμένους πολίτες κλπ, κλπ...
19
Ως τον Νοέμβριο του 47 που με συνέλαβαν και με δίκασαν χωρίς υπόθεση και με καταδίκασαν (παραγγελία Β. Επιτρόπου 3 εις θάνατον) σε 12 χρόνια φυλακή. Έκανα Επταπύργιο, 2 στη Γιούρα, 1 στη Κεφαλονιά, στο Μεσολόγγι κλπ.