Εγώ ήμουν με τη μηχανή αυτή τη φορά. (έτσι για αλλαγή).
Αυτή ήταν ένα ωραίο γκομενάκι, μίξη μίας από τη δουλειά και μίας άλλης - αν και κατά βάθος νομίζω ότι ήταν η άλλη.
Την ήξερα καιρό και κάπου έπρεπε να την πάω για κάποιο λόγο... δεν ξέρω γιατί.
Κάπου την περιμένανε.
Είμαστε λοιπόν στη μηχανή και ρολάρουμε χαλαροί, χωρίς κράνη, με πέδιλα - σορτσάκια, χαχαχα, λαλαλα, μπουτάκια, γκαζάκια, φρένα, κλίσεις στις στροφές, καμιά σουζίτσα για να σφίξει η αγκαλιά - τα γνωστά γκομενικά δηλαδή - άδειοι επαρχιακοί με τέλεια άσφαλτο και τέλειο χώμα για ντριφτ, λιβάδεια, χρώματα κι αρώματα, μια οδηγική καύλα σου λέω...
Βάλε και το γκομενάκι από πάνω, τώρα - τελειότητα.
Ξαφνικά εκεί που πάμε χαλαροί, μπαίνουμε σε χιόνια!
Χιόνι παντού. Πολύ χιόνι παντού!
Στο δρόμο 30-40 εκατοστά χιόνι (να βρίσκουν τα μασπιέ κάτω λέμε) και στα πλάγια τοίχοι χιονού από δύο έως τέσσερα μέτρα, έτσι όπως σχηματίζονται από τα εκχιονιστικά.
Παγωνιά! Να έχουμε ξυλιάσει με τα κοντομάνικα και τα πέδιλα, το γκομενάκι να πρέπει οπωσδήποτε να φτάσει εκεί που έπρεπε (και τώρα είμαι σίγουρος πλέον ότι ήταν η άλλη - όχι αυτή της δουλειάς)
Εγώ να έχω χεστεί γιατί τα Dunlop γλιστράνε σαν ξύλινα, αλλά στο όνειρο ήταν λες και φόραγα αλυσσίδες.
Ετσι καταλήξαμε να πηγαίνουμε σε μισό μέτρο χιόνι με 60-80χλμ και να πιτσιλάμε χιόνια σαν ταχύπλοο, παγωμένοι και ουρλιάζοντας σαν σε λούνα παρκ.
Ολα αυτά με πέδιλα και σορτς - εννοείται κι όλας!
Κάπου εδώ πρέπει να είχε παράσιτα γιατί έχασα τη ροή και ξαφνικά βρέθηκα με το γκομενάκι, σε ένα σπίτι να προσπαθούμε να ζεσταθούμε με παραδοσιακούς τρόπους και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.
Μερικά παράσιτα αργότερα, ξύπνησα ιδρωμένος.
Τα μωρά των αποπάνω κλαίγαν στο μπαλκόνι σπάζοντας πράματα, αλβανικές κραυγές ακούγονταν από το ίδιο μπαλκόνι, η βέσπα του απέναντι πάλι δεν έπαιρνε μπρος, το κοπρόσκυλο γαύγιζε αέναα και αβασάνιστα, και εγώ είχα αργήσει για το γραφείο.
Ξανά.
Τώρα είμαι βέβαιος ότι το καλοκαίρι έφυγε -επιτέλους- από μέσα μου...