Τρίτη μέρα
Ξύπνημα πρωινό, εν μέσω ψωμιών, σαλαμιών, ντοματών, τυριών, γαλάτων, χυμών και καφέδων, πακετάρισμα, φόρτωμα, έλεγχος μηχανών και ελαστικών (είχαμε τρόμπα και πιεσόμετρο) και αναχώρηση για Συρακούσες.
Βγήκαμε εύκολα πια στον παραλιακό δρόμο και μετά το πέρασμα μέσα από τα πρώτα χωριά ανακαλύψαμε και το δεύτερο σφάλμα μας.
Οι φορτωμένες μηχανές και ειδικά τα Africa με τις πλαϊνές, ήταν μονίμως μποτιλιαρισμένα στην κίνηση των χωριών, με τα βεντιλατέρ να δουλεύουν υπερωρίες και τον ιδρώτα να ποτίζει τα δέρματα.
Παραλιακό χωριουδάκι με σετ πλατεία – εκκλησία, μουράγιο και λιμανάκι και μέσα στη θάλασσα οι «Πέτρες του Κύκλωπα». Καλά μαντέψατε, πρόκειται για τις πέτρες που πέταγε ο Κύκλωπας Πολύφημος στον Οδυσσέα αφού αυτός τον τύφλωσε μέσα στη σπηλιά του.
Η άλλη θεωρία λεει ότι είναι απλά σχηματισμοί λάβας από υποθαλάσσιες εκρήξεις παρακλαδιών της Αίτνας...
Ήπιαμε τα νερά μας, είδαμε τη βάρκα με το ελληνικό όνομα «Θάλασσα» και συνεχίσαμε παραλιακά παρά την κίνηση.
Και φτάσαμε στην είσοδο της Catania. Μεγαλούπολη. Είχαμε ήδη βάλει στόχο την Piazza Duomo για καφέ. Στον πρώτο κόμβο χάνουμε το TDM με τον Κώστα και την Μαίρη που πήγαινε μπροστά μου, κι έτσι βρίσκομαι να οδηγώ εγώ το κομβόι. Μετά από μερικούς γύρους αποφασίζουμε να ρωτήσουμε πως πάνε στο Duomo. Κανείς Ιταλός δεν μιλάει Αγγλικά οπότε μετά από 20 ερωτήσεις, μάθαμε μερικά πράματα.
Ακολουθώντας τις οδηγίες ξεκινάω πρώτος και μετά την πρώτη διασταύρωση διαπιστώνω ότι δεν με ακολουθούσε κανείς... χάθηκα κι εγώ. Συνεχίζω ρωτώντας, περνάω μέσα από μία Λαϊκή, ρωτάω έναν λουλουδά, ανεβαίνω ένα καλντερίμι, αριστερά και πάλι αριστερά και ωπ! Έφτασα καταϊδρωμένος στην πλατεία. Παρκάρω, κλειδώνω, παίρνω κράνος και τανκμπαγκ και κάθομαι στην καφετέρια για ένα παγωμένο τσάι, τσιγαράκι και τηλέφωνο με τους υπόλοιπους, οι οποίοι είχαν μπλέξει άσχημα στην κίνηση της λαϊκής (πολύ βολικές οι πτυσσόμενες πλαϊνές του Dakar…) και είχαν βρει και τον Κώστα με την Μαίρη. Τους έδωσα οδηγίες πως να έρθουν, αλλά στο δεύτερο τηλεφώνημα είχαν απελπιστεί και μου έδωσαν ραντεβού στο παραλιακό Vaccarizzo καμιά 30αριά χιλιόμετρα νότια της Catania.
Τελείωσα το τσάι μου, και καβάλησα για να τους βρω. Βγήκα από την πόλη εύκολα και μετά από μισή ώρα αμφιβολίας για το αν είμαι στο σωστό δρόμο, είδα ξαφνικά την ταμπέλα Vaccarizzo να περνάει με 120 από δίπλα μου! Στροφή επί τόπου και κάθοδος προς την παραλία.
Σε 1 χιλιόμετρο ο δρόμος τελείωνε στο πάρκινγκ ενός τουριστικού θέρετρου. Ένας κύριος καθόταν κάτω από τα σκίαστρα του πάρκινγκ με ένα τρανζίστορ.
Ωραία – σκέφτομαι – κουβέντα...
Παρκάρω δίπλα του, βγάζω κράνος και τον χαιρετώ στα Ιταλικά. Με κατάλαβε φυσικά οπότε του είπα ότι είμαι Έλληνας, έχω ραντεβού με οχτώ φίλους με μηχανές, για τα δερμάτινα που κοιτούσε με δέος, αλλά τότε πρόσεξα ότι δεν είχαν έρθει ακόμα τα παιδιά. Έβγαλα λοιπόν το κινητό για να αρχίσει το τηλεπικοινωνιακό μέρος της στάσης αλλά – βάσει νόμου του Μέρφυ – το κινητό γλίστρησε από τη σέλα και έσκασε κάτω με αποτέλεσμα να μην ανοίγει μετά...
Μπλέξαμε, σκέφτηκα.
Τελικά είχε κουνηθεί απλά η μπαταρία και μετά τα τηλεφωνήματα βρήκα τους άλλους να με περιμένουν στην βοηθητική λωρίδα του επαρχιακού σε κάποια σκιά. (είδατε που χρησιμεύει η βοηθητική λωρίδα; Σταματάγαμε συχνά, για συνεννοήσεις, ελέγχους, πρώτες ανάγκες, χωρίς κανένα κίνδυνο)
Η επόμενη μας στάση θα ήταν οι Συρακούσες. Πόλη του Αρχιμήδη, του Διονύσου του τύραννου, που φιλοξένησε τον Αισχύλο.
Φτάσαμε αρκετά γρήγορα και στην είσοδο στην πόλη είδαμε ταμπέλα «Camping Agrotouristiko» Κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί και σε 3-4 χλμ μετά τις γραμμές του τρένου, βρεθήκαμε σε ένα χωράφι με μερικές γέρικες ελιές με καλές σκιές, πολλά μυρμήγκια, πολύ καλές τουαλέτες, άθλια ντους, ξύλινους πάγκους και τραπέζια και μίνι-μάρκετ υπό κατασκευή.
Ενέπνεε όμως ηρεμία και γαλήνη και ήταν αυτό που χρειαζόμασταν.
Μέσα σε μισή ώρα είχαμε ξεφορτώσει τις μηχανές, στήσει τα αντίσκηνα, βάλει τα μαγιό μας και ήμασταν στο δρόμο για τη θάλασσα. Πήγαμε στην πλαζ της Arenella.
“Lido Arenella” έλεγε η ταμπέλα. Παρκάραμε επί πληρωμή σε φυλασσόμενο πάρκινγκ (αφού αποτύχαμε να παρκάρουμε στις θέσεις της διπλανής κατασκήνωσης αστυνομικών), πληρώσαμε είσοδο στην πλαζ, πήραμε νερά κρύα, και μας παρέλαβε ένας ναυαγοσώστης (salvatzio) για να μας ξεναγήσει στο χώρο. Διαλέξαμε οχτώ ξαπλώστρες πάνω στην αμμουδιά και κάναμε στην πρώτη βουτιά μας στη Σικελία με φόντο τις Συρακούσες και τη χερσόνησο της Ορτυγίας.
Θα τις γνωρίζαμε από κοντά σε λίγες ώρες.
Αφού συνήλθαμε, βγήκαν και οι χάρτες και συζητήθηκαν διάφορα σενάρια όχι μόνο για την αυριανή αλλά και για τις επόμενες ημέρες. Σκοπεύαμε να διανυκτερεύσουμε κι εδώ δύο βράδια για να δούμε την περιοχή καλά.
Είχαμε όμως αρχίσει να καταλαβαίνουμε ότι ο χρόνος δεν θα μας έφτανε. Τελικά καταλήξαμε την επόμενη μέρα να βολτάρουμε στην Νοτιοανατολική γωνία της τριγωνικής Σικελίας (Τριανκρία λεγόταν στην αρχαιότητα = τρεις άκρες).
Ο ήλιος έπεφτε και γυρίσαμε στο κάμπινγκ για μπανάκι και ετοιμασία για έξοδο.
Μετά την πλάκα που έγινε στα κοινά αντρικά εξωτερικά ντους, φύγαμε με το ηλιοβασίλεμα για την Ορτυγία, τη μύτη της χερσονήσου των Συρακουσών που τη χωρίζει ένα κανάλι με μία γέφυρα.
Παρκάραμε στο φυλασσόμενο πάρκινγκ Talete με 0,80€ για όση ώρα θέλαμε (!) και κατόπιν οδηγιών από τον gay παρκαδόρο (πολύ πλάκα) πήγαμε στην διπλανή στάση για να πάρουμε ένα από τα τρία δωρεάν λεωφορεία που κάνουν τρεις διαφορετικές διαδρομές μέσα στην Ορτυγία!
Όμως, “una ratsa – una fatsa” και το λεωφορείο που θέλαμε δεν ερχόταν, και πήραμε τα πόδια μας και σε 200 μόνο μέτρα χωθήκαμε στα στενά της Ορτυγίας.
Πανέμορφη πόλη. Καλντερίμια, πλατείες με αγάλματα με σιντριβάνια, παραλία όμορφη για βόλτα, βλάστηση, ενυδρείο, κάστρο, μπαράκια απίστευτα, πλατειάρα με Duomo καταπληκτική. Πολύ ωραία. Έμενε μόνο να φαμε...
Η Μαίρη μας λοιπόν, που είχε τυπώσει τουλάχιστον 200 σελίδες με πληροφορίες από το Internet, μας συνέστησε το Don Camilo για φαγητό.
Έτσι και έγινε. Αφού δεν βρίσκαμε κάτι άλλο που να μας αρέσει, πήγαμε στο Don Camilo. Ιταλικό εστιατόριο, με σάλα ανάμεσα σε τοξωτές κολώνες, κλιματισμό (ευτυχώς) και πετσέτες σαν κουρτίνες, πράγμα που σημαίνει μεγάλο λογαριασμό.
Ήρθε λοιπόν η κυρία για το καλωσόρισμα, τα μενού και τις συστάσεις (από που είστε; Έλληνες; Α τι καλά...) και καπάκι ήρθε ο Σεφ για την παραγγελία και τις επεξηγήσεις ακολουθούμενος από την κοπέλα που μας βοήθησε να διαλέξουμε κρασί. Μιλάμε για Ορεκτικά, 1ο πιάτο, 2ο πιάτο, κυρίως πιάτο και γλυκό. Απίστευτο φαγητό, Σιτσιλιάνικη κουζίνα, γεύσεις και αρώματα πρωτόγνωρα και 400€ λογαριασμός και για τους οχτώ μας. Χαλάλι πραγματικά...
Χρεώσαμε τη Visa, και κινήσαμε για το πάρκινγκ, καβαλήσαμε και μαντέψτε... χαθήκαμε ανεπανόρθωτα... μας βοήθησαν δύο σεκιουριτάδες που μας βρήκαν να κλαιμε σε μία διασταύρωση κατά τις μιάμιση το βράδυ έχοντας κλείσει με τις μηχανές το δρόμο. Τους εξηγήσαμε που πάμε και τι κάνουμε και μας οδήγησαν τελικά στο κάμπινγκ.
Καληνύχτα σας... αν και μερικοί από εμάς όλο το βράδυ έκαναν σαφάρι με τα μυρμήγκια που είχαν μπουκάρει στα αντίσκηνα.
Συνεχίζεται
Συνεχίζεται