Ενα από τα πρόσφατα βράδια που ήμουν στο νησί, πήγα στο σπίτι ενός φίλου.
Ημουν με μία πρώην μου και αυτός με τη γυναίκα του. Γενικώς ήμουν μόνος μου παράμερα και τριγύρναγα στο σπίτι του πέρα - δώθε κωλοβαρώντας, όταν άκουσα την πρώην να λέει στο τηλέφωνο "θα έρθω σε λίγο" και σύντομα να μου λέει "φεύγουμε;"
Δεν είπα κάτι πέρα από "όχι" οπότε και εκείνη έκανε ένα σουφλέ, το οποίο μάλιστα έσκασε και ξεφούσκωσε.
Κάτι κάπως έγινε μετά από αυτό και βρέθηκα με δυο φιλαράκια να τριγυρνάμε οπότε και τελικά καταλήγουμε σε ένα σεμινάριο.
Το σεμινάριο γινόταν στον τέταρτο όροφο και δεν υπήρχαν σκάλες. Παρατηρούσα τον κόσμο - οι περισσότεροι κουστουμάτοι - οι οποίοι όρμαγαν στις σκάλες με ενθουσιασμό δρομέων στην εκκίνηση. Τότε περνάει μία μεγαλοκοπέλα με εταιρικό ταγιέρ και αρχίζει ν' ανεβαίνει τρέχοντας με τα τακούνια. Την παίρνω από πίσω και φτάνουμε μαζί στον τέταρτο. Εκεί δίπλα στις εισόδους του κτιρίου από το κλιμακοστάσιο, υπήρχαν μηχανήματα στον τοίχο στα οποία έλεγες την κατάσταση στην οποία έφτασες. Π.χ: η κοπέλα είπε "χαλαρή" -όντως, δεν είχε καν λαχανιάσει- και αυτό της έδωσε δυο χαρτάκια σαν της τράπεζας. Εγώ είχα λαχανιάσει λίγο οπότε είπα "καλή" και πήρα δύο χαρτάκια, ένα με την κατάσταση μου τυπωμένη και ημερομηνία και ώρα και άλλο ένα σαν εισητήριο.
Μπήκαμε μέσα. Υπήρχε ένα αμφιθέατρο και καθήσαμε ο καθένας μόνος του, αλλά εγώ τυχαία έκατσα δίπλα σε μία φίλη.
Στο διάλειμα, άνοιξαν οι κουρτίνες σε μία μεγάλη τζαμαρία που υπήρχε στην μία άκρη του χώρου και φάνηκαν οι μπαλκονόπορτες που έβγαιναν σε ένα μακρύ μπαλκόνι με κόσμο που μάλλον έβγαινε από διπλανές αίθουσες.
Πίσω τους απλώνονταν μία απίστευτη θέα: Θάλασσα όσο φτάνει το μάτι, ουρανός με σύννεφα που έκαναν σχέδια και σχήματα και χρώματα και όλα αυτά αντανακλούσαν στη θάλασσα και ήταν σαν μίξη από όλα μαζί τα καλύτερα ηλιοβασιλέματα που έχω δει ποτέ μου κι ακόμα πιο εντυπωσιακά. Κι εξωπραγματικά.
Τότε πρόσεξα ότι η θάλασσα ήταν ακίνητη. Ειχε κύματα, αλλά ήταν ακίνητα. Σχεδόν ακίνητα δηλαδή, αφού έκαναν μόνο μία μικρή κίνηση μπρος-πίσω σαν χαλασμένη ψηφιακή εικόνα, σαν να βλέπω τα πάντα σε μία λούπα ενός δευτερολέπτου.
Τότε πρόσεξα κολυμβητές: κολυμπούσαν κανονικά αλλά γύρω τους - μισό μέτρο θα 'λεγα - η θάλασσα συμπεριφέρονταν κανονικά. Πιτσιλούσε και ταράζονταν αλλά δεν υπήρχαν απόνερα. Ηταν δυο - τρεις πάντως.
Σύντομα προστέθηκα κι εγώ, καθώς το μισό κτίριο μαζί με το μπαλκόνι που βρισκόμουν ήδη, ξεκόλησε, έγειρε και γκρεμίστηκε σε ένα κομμάτι στη θάλασσα.
Ηταν όμως σα να προσγειώθηκε πάνω σε πολύ σφιχτό ζελέ -ούτε παφλασμός, ούτε τίποτα- κι εγώ πετάχτηκα μέσα στο
Αυτά.
Κατά τ' άλλα, σαρακοστή, μπακαλιάροι, χαρταετός, παρέλαση, ψάρεμα, βαψίματα, άνοιξη, χρώματα.
Ο νοτιάς ξεχείλισε το λιμάνι και πλυμμήρισε δρόμους και πεζοδρόμια.
Σπηλαιοψάρεμα στις βορινές παραλίες.
Σαν αυτή.
Ευλόγησον.