Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Μιχάλης Αλεξανδρόπουλος #2

Σήμερα επέτρεψα στον εαυτό μου να συγχιστεί με τη δουλειά.
Διαβάζοντας τα παρακάτω κατάλαβα πόσο μεγάλο λάθος έκανα και πάλι.... C.


ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1942
Αφού περάσαμε πολλές περιπέτειες και πολλές επικίνδυνες στιγμές και καρδιοχτύπια αφάνταστα, προμηθευόμενοι και μεταφέροντας υλικό για τα διάφορα τυπογραφεία, μου πρότεινε ο Παναγής να κάνομε ένα παράνομο μεγάλο τυπογραφείο για να τυπώνουμε τις εφημερίδες και τα έντυπα του ΕΑΜ και να μεταδίδουμε τα νέα του Βουνού, των συμμάχων, του Δυτικού και του Ανατολικού μετώπου και της κυβέρνησης του Καΐρου γενικά.
Εγώ αν και δε θεωρούσα τον εαυτό μου τόσο δυνατό για να αναλάβω τόσο μεγάλη αποστολή το εθεώρησα καθήκον μου διότι και οι γονείς μου απ' ότι θυμάμαι, διαρκώς για θυσίες μου μιλούσαν για την πατρίδα. Άλλωστε ο πατέρας μου πέθανε νεότατος κυνηγημένος από τους Τούρκους. Και έτσι σαν να το περίμενα, δέχτηκα και περίμενα πότε θα με ειδοποιήσουν να βάλουμε μπρος.
Μια μέρα της άνοιξης λοιπόν του '47 με ειδοποίησαν να τους περιμένω την άλλη μέρα το απόγευμα κοντά στη εκκλησία της Φανερωμένης. Πράγματι την ορισμένη ώρα πήγα και περίμενα στο καθορισμένο μέρος. Για κακή μου όμως τύχη εκεί που περίμενα πέρασε ένας συνάδελφος μου γερμανοντυμένος του Πούλου λοχίας Γεώργιος. Παγανός ονομαζόμενος. Αυτός ήξερε ότι εγώ κάθομαι στην καμάρα και με ψιλορωτούσε τι γυρεύω σ' αυτά τα μέρη. Βρήκα μια δικαιολογία και προσπαθούσα να το πείσω όταν φάνηκαν να έρχονται ο Βαγγέλης Βασβανάς με το Λεωνίδα. Σρίγγο (Αλέκος).
Για τον Σρίγγο εκείνες τις ημέρες οι εφημερίδες οι ελληνόφωνες των γερμανών δημοσίευαν φωτογραφία του μαζί με τον Σ. Κερασίδη ότι επικηρύσσονται με δε θυμάμαι τι αμοιβή γιατί είχαν δραπετεύσει από την Ειδική Ασφάλεια.
4
Του έδωσα τις τελευταίες εξηγήσεις και αφού έκανα ότι θαυμάζω τη στολή του αφήνοντας τους άλλους να απομακρυνθούν αρκετά έφυγα βιαστικά με μεγάλη προσοχή. Τους έφτασα και τους πλησίασα πολύ μακριά από το μέρος εκείνο. Τώρα έπρεπε να δώσω εξηγήσεις σ' αυτούς. Δε δυσκολεύτηκα βέβαια πολύ και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Μπήκαμε σ' ένα δρόμο πίσω από το νεκροταφείο της Αγ. Παρασκευής, και πήραμε ένα μονοπάτι πλάι από ένα ρέμα που είχε εκεί.
Εν τω μεταξύ άρχισε να σουρουπώνει. Από 'δω κι από 'κει ήταν μόνο μπαξέδες και κανένα αγροτόσπιτο. Που και που γάβγιζε κανένας σκύλος. Ψυχή δεν υπήρχε στο δρόμο μας. Βγήκαμε σ' ένα χωματόδρομο και στρίψαμε αριστερά. Μετά 250 ­- 300 μέτρα μπήκαμε σ' ένα στενάκι που είχε από δω κι από 'κει δυο - τρία σπιτάκια. Στο βάθος του δρομάκου μπήκαμε από μια μεγάλη πόρτα σ' έναν ανθόκηπο περιμαντρωμένο με συρματόπλεγμα και πυράκανθα και άλλες πρασινάδες. Ένας φαρδύς διάδρομος με δέντρα από δω κι από 'κει μας έβγαλε μπροστά σ' ένα αγροτόσπιτο με ένα υπόστεγο μπροστά.
Ευωδίαζε ο τόπος απ' τα λουλούδια. Ένα τραπέζι με ένα ξύλινο παγκάκι και κάνα δυο καρέκλες ήταν η επίπλωση του, διάφορα σκόρπια φυτά και βολβοί μέσα σε κασόνια. Ένας ψαρομάλλης ζωηρός και καλαμπουρτζής μας υποδέχτηκε, ήταν ο Παντελής, παλιός αγωνιστής, ο νοικοκύρης του ανθόκηπου. Γενικά η πρώτη μου εντύπωση ήταν καλή. Σε μια στιγμή ακούω έναν πίσω μου να με φωνάζει με το όνομά μου και να μου λέει αστειευόμενος :
"Εδώ θα πεθάνεις, Μιχαλάκη!"
Γυρίζω και βλέπω το Γιάννη. Αυτός ήταν πρώην φοιτητής που τον είχα γνωρίσει από άλλους φίλους σε καλύτερες μέρες πριν τον πόλεμο. Είχε κάποτε έναν πολύγραφο και έβγαζε σημειώσεις του Πανεπιστημίου. Τώρα κι ένα χρόνο όμως πήρε τον πολύγραφό του και κλείστηκε εδώ μέσα, βγάζοντας μερικά έντυπα της οργάνωσης. Ήταν ντυμένος κουρελής εργάτης του μπαξέ. Τέλος πάντων αφού είπαμε λίγα πράγματα αρχίσαμε δουλειά. Το σπιτάκι ήταν τρία διαφορετικά δωματιάκια σε σχήμα "Γ" και το κενό που έμενε ήταν το χαγιάτι.

5
Δύο δωμάτια συνεχόμενα που το ένα ήταν υπνοδωμάτιο μακρόστενο και το άλλο αποθήκη. Πλάι στην είσοδο του υπνοδωματίου ήταν ένα μικρό δωματιάκι κι αυτό αποθήκη των φυτών και βολβών. Σ' αυτό το δωματιάκι βγάλαμε μερικές σανίδες και αρχίσαμε να σκάβουμε και να βγάζουμε το χώμα που το σκορπούσαμε στον μπαξέ. Κάναμε ένα διάδρομο με ένα μέτρο φάρδος περίπου και 3 μ. μήκος προς το δωμάτιο το μεγάλο.
Όταν φτάσαμε στο μεγάλο σκάβαμε πιο βαθιά και αδειάζαμε το χώμα κάτω από όλο σχεδόν το δωμάτιο. Αυτά όλα με κίνδυνο να πέσει το σπίτι και να μας πλακώσει. Η δουλειά γινόταν μόνο τη νύχτα που δεν έμπαινε κανείς στον κήπο. Κουβά - κουβά το ανεβάζαμε με σχοινί και το σκορπούσαμε στα δέντρα και τα λουλούδια σε τρόπο που να μην καταλάβει κανείς τίποτε.
Αυτό βάσταξε δύο μήνες περίπου. Κατόπιν βάλαμε γύρω γύρω στύλους πισσωμένους και δοκάρια, μετά ξηλώσαμε τα σανίδια από το υπνοδωμάτιο και βάλαμε πάνω στους στύλους σκεπή από δοκάρια και λαμαρίνες χονδρές και το γεμίσαμε χώμα. Ταιριάσαμε μετά το πάτωμα του δωματίου ώστε να είναι όπως πριν.
Τώρα από πάνω η δουλειά τελείωσε και φαινόταν σαν να μην έγινε τίποτα. Αν γινόταν αυστηρή έρευνα και βγάζανε σανίδια θα βλέπανε από κάτω χώμα. Τώρα έμενε το μικρό δωματιάκι από όπου θα ήταν και η είσοδος του μηχανισμού. Το διαμορφώσαμε κι αυτό έτσι που να μη φαίνεται τίποτα. Αφήσαμε μια τετράγωνη τρύπα όσο να χωρεί ένας άνθρωπος η οποία με κατάλληλο τρόπο σκεπάζονταν κι αυτή με χώμα. Τα σανίδια του πατώματος ήταν έτσι που άνοιγαν δύο σανίδες για να μπούμε και κλείνανε ρίχνοντας απάνω χώματα και σκουπίδια δε φαίνονταν καθόλου. Αυτά όλα τέλειωσαν αφού βάλαμε πρώτα το τυπογραφικό μηχάνημα βάρους 400 κιλών.
ΤΑ ΔΟΚΑΡΙΑ
Ιούνιος, ο ήλιος έκαιγε, στην αγορά του Καπανιού ένας άνθρωπος βαδίζει με μια τσάντα ψώνιων στο χέρι. Από πίσω του ένας ταγματασφαλίτης τον παρακολουθεί και προσπαθεί να δει τι έχει μέσα στην τσάντα. Είναι κι άλλος ένας μαζί του, τους πρόσεξε τώρα καλά ο άνθρωπος μας.
Έκανε τον αδιάφορο όμως και προχωρεί ήρεμος ως ότου βρει την ευκαιρία να τους αποφύγει. Ως εκ θαύματος βρέθηκαν δύο Γερμανοί στρατιώτες μπροστά του που ψώνιζαν ντομάτες από ένα μικροπωλητή. Το μυαλό του δούλεψε, πλησίασε στον μανάβη..." Δώσε μου δυο οκάδες τομάτες" λέει στον μανάβη. Οι Γερμανοί χαζεύουν τα φρούτα και τις τομάτες. Προφανώς δεν είχαν αποφασίσει τι να πάρουν. Ο άνθρωπος είχε πάρει την απόφασή του.
Στην τσάντα είχε ένα ραδιόφωνο που το είχε δώσει για επιδιόρθωση σκεπασμένο με ένα χαρτί. Δίνει λοιπόν το ένα χερούλι στο γερμανό παρακαλώντας τον με νόημα να τον βοηθήσει να βάλει ο μανάβης τις τομάτες ... "ντάνκεσεν" ... "μπίτεσεν"... πήρε τις τομάτες και έκοψε δρόμο γιατί οι ταγματασφαλίτες εν τω μεταξύ προσπέρασαν , τον είδαν που μιλούσε με τους γερμανούς και προχώρησαν. Από δω παν' κι άλλοι.
Εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος, πήγε στον προορισμό του και το ίδιο βράδυ βγήκε το δελτίο ειδήσεων...
Πριν λίγους μήνες ο ίδιος άνθρωπος συνόδευε ένα κάρο. Είχε φορτωμένους έξι στύλους χονδρούς 20Χ20Χ250 περίπου, πισσαρισμένους. Προορίζονταν να κρατήσουν μεγάλο βάρος. Από το πρωί δεν είχε φάει τίποτα, γι' αυτό όταν είδε τα αχλάδια που πουλούσε ένας μανάβη ς στάθηκε και πήρε μια οκά και μασούλαγε καθώς περπατούσε σιγά συνοδεύοντας το κάρο από κάποια απόσταση. Και το κάρο πήγαινε σιγά γιατί για τι ήταν βαρύ το φορτίο του. Ήταν απόγευμα. Στο μέρος που πήγαιναν έπρεπε να φτάσουν μόλις σουρουπώνει. Προχώρησαν ανεβαίνοντας τη Λαγκαδά και στρίψανε από τη Άμονα που ήταν άλλοτε τα Εβραϊκά. Εδώ είχε πάντα πολύ κίνηση και οχλαγωγία από του ς μικροπωλητές, μεταπράτες και παλιατζήδες Εβραίους. Είχε και εβραϊκές πολυκατοικίες. Είχε πολλούς αριστερούς γιατί ήταν εργατική φτωχογειτονιά.
Εδώ θυμάμαι ένα ανέκδοτο που μου 'λεγε ένας παλιός κομουνιστής σιδηροδρομικός - φούρναρης. " Στις εκλογές του 1926 υποψήφιος του κόμματος ήταν και ένας εβραίος ο οποίος έβγαλε λόγο εδώ. Και στο λόγο του αφού είπε πολλά για το εργατικό κίνημα, έριξε πολλά συνθήματα, σε μια στιγμή φώναξε "κάτω τους πλουτοκράτες, κάτω το κεφάλαιο, κάτω τους Εβραίους"... Ακροαταί ήταν όλο φτωχολογιά Εβραίων, απόρησαν με αυτό το σύνθημα και λούφαξαν, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ακούστηκαν μερικά χειροκροτήματα από μερικούς που κατάλαβαν. Εννοούσε το διεθνές εβραϊκό κεφάλαιο. Ένας συνδικαλιστής ο Φούρναρης που ήταν από πίσω του μέσα από το παράθυρο τον τράβηξε από τα μανίκι και του φώναξε ψιθυριστά : "Τι κάνεις βρε; τι του λες; Εξήγησε τους το..." Τότε κατάλαβε κι αυτός την γκάφα του και ξαναβγήκε στο μπαλκόνι επαναλαμβάνοντας μερικά "κάτω" και στο τέλος "κάτω τους Εβραίους, άμα ποιους Εβραίους; τους πλούσιους Εβραίους. Χάλασε τώρα ο κόσμος από τα χειροκροτήματα και τις ζητωκραυγές.
Προχώρησαν λοιπόν προς την Επτάλοφο, βγήκαν προς τους Αμπελόκηπους. Εδώ αραιώνουν τα σπιτάκια. Μπήκαν σε ένα στενό δρομάκι που από δω κι εκεί είναι μπαξέδες και σπιτάκια. Στο βάθος του ήταν μια μεγάλη καγκελόπορτα. Την πέρασαν αφού τους άνοιξε ο Παντελής και βρέθηκαν σε ένα μεγάλο ανθόκηπο. Μοσχομύριζαν τα λογής λογής λουλούδια. Κυρίως αυτή την εποχή είχε πολλές ντάλιες, μαργαρίτες, τριαντάφυλλα κ.α. Ένας μακρύς διάδρομος έβγαζε στο σπίτι που πλάι του είχε μια στέρνα με ένα πηγάδι. Ο διάδρομος ήταν σκεπασμένος με οπωροφόρα δέντρα και καλλωπιστικά φυτά. Ήταν να μεθάς από μυρωδιές και ομορφιά.
Εδώ σε μια γωνιά ξεφορτώθηκαν οι στύλοι.. Πρέπει να κατάλαβε ο αναγνώστης εδώ ποιος ήταν ο άνθρωπος μας και ποιος ο κήπος. Καθίσαμε να ξεκουραστούμε και μας έκανε καφέ από κριθάρι ο Παντελής. Στο μεταξύ σκοτείνιασε. Έφυγε ο καραγωγεύς και κλείσαμε τη μεγάλη πόρτα περιμένοντας τους σύντροφους. Σε λίγο έφτασαν κι αυτοί, ο Αλέκος, ο Βαγγέλης κι ο Παναγής κι αρχίσαμε δουλειά. Η δουλειά γινόταν πάντα τη νύχτα και το πρωί χωρίζαμε.
Τα προηγούμενα βράδια είχαμε σκάψει κάτω από το σπίτι και τώρα θα βάζαμε τους στύλους να κάνουμε ένα δεύτερο σπιτάκι από κάτω χωρίς να φαίνεται από πουθενά η είσοδος του. Επρόκειτο να γίνει εδώ το παράνομο τυπογραφείο που θα βγάζαμε τον παράνομο τύπο της αντίστασης. Όσοι δέχτηκαν να μπουν εδώ μέσα και να δουλέψουν τους έγινε η εξήγηση: "Θα μπεις και θα βγεις μόνο στην απελευθέρωση ή θα θαφτείς μαζί με το μηχανισμό σε περίπτωση που θα μας ανακαλύψουν οι Γερμανοί.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: