Το πρωί ξύπνησα στις εφτά-παρά παραδόξως και αυτομάτως, μέσα στα μαύρα σκοτάδια της κολάσεως.
Αυτομάτως επίσης, σκέφτηκα να ανέβω για τρέξιμο στο βουνό για να δω την ανατολή.
Αυτομάτως γύρισα από την άλλη αν και μου καλάρεσε σαν ιδέα, αλλά δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ.
Βλέπεις, έχω να δω ανατολή από το στρατό που καθάριζα τουαλέτες με κάτι 20λιτρα μπετόνια ακουαφόρτε και σκούπες. Ισως να είδα και σε διακοπές αργότερα, αλλά δεν θυμάμαι πολλά. Ούτε καν φωτογραφίες δεν έχω. Θα ανέβω πάντως ένα πρωί. Κι αν μου αρέσει μπορεί και δεύτερο.
Το μεσημέρι έμαθα ότι η ανηψιά μου (5+) ρώταγε αν στεναχωρήθηκε πολύ η μητέρα μου όταν πέθανε ο πατέρας της. (ο παππούς μου - εύκολο.)
Αφού πήρε απάντηση, ρώτησε που είναι τα κόκκαλα του.
Η γιαγιά της (η μητέρα μου), της απάντησε ότι ο παππούς έγινε αστεράκι.
"Και πως έγινε αστεράκι βρε γιαγιά; Με τα κόκκαλα;;;"
Η γιαγιά εν τω μεταξύ τα είχε δει όλα, και η μικρή άλλαξε θέμα για εκατοστή φορά σε πέντε λεπτά και το γύρισε σε διαγωνισμό καλύτερα ζωγραφισμένης βλεφαρίδας.
Μετά ξεσχιστήκαμε να μιλάμε για θανάτους και γαμήθηκε η χώνεψη του μεσημεριανού, οπότε για να το διακωμωδήσω θυμήθηκα μια απορία ενός ανηψιού (πάνω κάτω 5 κι αυτός) μιας παλιάς φίλης:
"Μαμά... (σκεφτικός) από που έρχονται τα τσίσα;;;;"
Εγώ πάλι γουστάρω να τα κομπλάρω τα πιτσιρίκια με άσχετες ερωτήσεις τύπου :
"Πως σε λένε"
"Παναγιωτάκη" π.χ.
"Πόσο;" (και το 'πότε' πιάνει, και μάλιστα δεν σου γίνονται κολιτσίδα μετά. Μένουν με ανοιχτό το στόμα, γελάνε αμήχανα και απο-φεύγουν.)
Σήμερα άλλαξα και δύο δώρα.
Ενα από το ντάλα κέντρο του Χαλανδρίου -με αυτοκίνητο γιατί δεν χώραγε στο μηχανάκι- οπότε πάρκαρα στη Χαλκίδα και πήγα με τα πόδια.
Για το άλλο έπρεπε να πάω στο Μόλ, όπου είχε και μια διαδήλωση απολυμένων συμβασιούχων (αυτό ποτέ μου δεν το κατάλαβα κι ας προσπάθησαν διάφοροι να μου το εξηγήσουν - μάλλον δεν θέλω να το καταλάβω) οπότε ολοκλήρωσα την σημερινή μου προπόνηση με περπάτημα.
Μέσα τίγκα το Μολ λέμε.
Ρπμ τόσος κόσμος, πάντα απορούσα: τι σκατά; δε δουλεύουνε; Από το 90 θυμάμαι να παρατηρώ τις καφετέριες τα πρωινά να είναι τίγκα κι εγώ να δουλεύω πανικόβλητος,
Τρεις μήνες έκλεισα άνεργος κι ακόμα δεν έχω πάει μια πρωινή καφετέρια με περιοδικό. (δε διαβάζω και αθλητικές ργμτ να 'μαι παραδοσιακός...)
Αλλαξα που λες ένα κάδρο-μεντεσέ-καθρέφτη και πήρα ένα μεγάλο φανάρι με κερί για το μπαλκόνι (Χ. πολύ ωραίο δώρο διάλεξες τελικά - εύγε!) και μετά άλλαξα και μια μπλούζα που μου έφεραν τα κορίτσα με λαιμό βέ - πάει το βέ που ήξερα που ίσα που έκανε μια γωνίτσα (και πάλι μου την έσπαγε γιατί φαινόταν το κοντομάνικο από μέσα), τώρα τα βέ είναι βαθειά σαν ντεκολτέ! Μου έχουν φύγει και τα βυζιά μου με τα τρεξίματα, ποιός να γυρίσει να με κοιτάξει; - που λές άφησα το ντεκολτέ και πήρα ένα κανονικό γαμάτο μάλλινο.
Το δικό μου ήταν μακρυμάνικο, μάλλινο και καφέ.
Αλλα το ίδιο χάλια.
Κορίτσα σορρυ.
Πάντως την άλλη φορά πάρτε με μαζί,
αλλά να πάμε πρωί μπας και πιω κι αυτόν τον καφέ...
...
(Σιγά μη σου ξαναπάρουμε τίποτα, γύφτο!)
(ΣΑΣ ΑΚΟΥΣΑ)
αλλά σας σέβομαι γιατί είστε μεγαλύτερες...
μπουχαχαχα
αλλά σας σέβομαι γιατί είστε μεγαλύτερες...
μπουχαχαχα
Μετά στο γυρισμό κάπου εκεί στα μαρούσια, πετάγεται ένα αυτοκινητάκι με ιταλικές πινακίδες, αρχίζει να μου κορνάρει με φώτα και αλάρμ από πίσω μου, βγάινει αντίθετο μέσα στην κίνηση και τον κόσμο, ενώ με προσπερνάει μου κουνάει ένα χαρτί - περιοδικό - κάτι τέτοιο - τσεκάρω την πίσω πόρτα από τον καθρέφτη - κλειστή, καπνούς δε βλέπω, φλόγες ούτε, οπότε λέω έχω πατήσει κάνα γέρο και τον σέρνω από κάτω ή απλά θα πέσει πολύ ξύλο σήμερα.
Σταματάει μπροστά μου κλεινόντας με, καβαλάει πεζοδρόμιο με αλαρμ, σταματοκαβαλάω κι εγώ, κατεβαίνει ένας τυπάκος ο μίο σινιόρε με γιλεκάκι, πουκαμισάκι, μαλλί ντάνι ντε βίτο αλλά πολύ κομψός, κύριος, μάνατζερ, CEO, πιλότος, πως το λένε;
Μου κάνει νόημα συγνώμης, κατεβάζω παράθυρο, Ιταλος με διαβατήριο κλπ αλλά καταλήγουμε να μιλάμε ελληνικά και για να μη στα πολυλογάω, ο τύπος πούλαγε ρολόγια ρε συ - δηλαδή έλεος ρπμ!!!! Οσκαρ σκηνοθεσίας, πρώτου ρόλου και κουστουμιών.
Και μετά λένε για aggressive marketing και θεωρίες.
Δεν έφευγε με τίποτα, θα τον πάταγα, είχε μπεί ο μισός μέσα, είχα πετάξει τσαντάκια στο πίσω κάθισμα, είχα κλειδώσει ασφάλειες μη μου ανοίξουν από την άλλη, είχε απλώσει κάτι σετ ρολόι-γραββάτα-καρφίτσα-μανικετόκουμπα στο κάθισμα και μέχρι και λεφτά για 'μπεζίν' μου ζήταγε στο τέλος.
Πολύ στεναχωρήθηκε πάντως ο σινιόρε που τον έκλασα, είχα να δω τόσο στεναχωρημένη φάτσα από μία κηδεία που πήγα πριν κάνα μήνα. Παρα λίγο να μου κοπανήσει και την πόρτα, αλλά το σκέφτηκε και το έσωσε τελευταία στιγμή.
Εβαλα και τα χαλιά σήμερα (ένα δηλαδή) - αφού περασαν οι ορδές των βαρβάρων προχτές - οπότε θα κάνω και το μπανάκι μου μετά το τρέξιμο και θα κυλιστώ στο χαλί. Θα ζωγραφίσω κι ένα αναμένο τζάκι στον τοίχο με τους μαρκαδόρους της ανηψιάς και θα είμαι πολύ γκομενικά. Ετσι κι ανοίξω και το μποζολέ που μου φερε ο Η. (Εχει άλλο όνομα από Η. εκτός από Ηλίας, άραγε;;; - παύση για γκουγκλ - Απίστευτο!!! έχει αλλά δεν γιορτάζει κανείς!)
Η ασυναρτησία αυτή γράφτηκε με υπόκρουση αυτό, αλλά εγώ τώρα θα σου βάλω άλλο:
Αυτά.
Ανάπαυση.