Αυτο το είχα ποστάρει στο bikenet μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα.
Κάτι μέρες σαν τη σημερινή με πιάνει το ονοφικό μου....
Βάζω νεκρά στα φανάρια και ονειρεύομαι ούζα στο Πόρτο Κάγιο, με φρεσκοψημένο χταποδάκι και γαύρο, τον ήλιο να μου κοκκινίζει το μέτωπο, τη μηχανή να γυαλίζει στον ήλιο παραπέρα και εγώ να ακούω το κύμα στο βοτσαλάκι, γυροσκοπώντας στα πίσω πόδια της ψάθινης καρέκλας.
Ονειρεύομαι, χταπόδια να τυλίγουν σφιχτά τη σκηνή μου στη σχάρα και τον χάρτη πιασμένο με το δίχτι στο ρεζερβουάρ, τσακισμένο σε άλλο νομό, αφού δεν παίζει ρόλο που θα καταλήξω.
Χαλαροί μαγαζάτορες να πίνουν μπύρες μαζί μου, και να λέμε για τον δρόμο που τους έταξαν και ποτέ δεν έγινε, τα παιδιά που φεύγουν για τις πόλεις, τις γυναίκες που δεν υπάρχουν, τον ξάδερφο στην αμερική που 'χει σπίτι με κολώνες δωρικές, τον Τάκη που είχε κι αυτός μηχανή, τον καρχαρία που έπιασαν χτες, ότι να 'ναι...
Ανάβει το πράσινο, και βλέπω ότι έτσι όπως στρίβει ο δρόμος μετά το στάδιο, θα πρέπει να έχει κάνα χωματόδρομο εκεί για την παραλία από κάτω. Κόβω και πάω λες και μόλις το πρωτοκαβάλησα, αλλά δε με νοιάζει. Μυρίζω τα λάδια από το μπροστινό μου DT και φαντάζομαι ότι ακολουθώ ένα πολυκαιρισμένο τρίκυκλο στα στενά του χωριού, φορτωμένο γκαζοφιάλες και σκονισμένες μπύρες για το ταβερνάκι.
Ο κόσμος στα πεζοδρόμια, μάλλον πάνε για τα χωράφια ή να ρίξουν καμιά πετονιά από το μώλο. Παιδιά δεν βλέπω... θα 'ναι σε καμιά αλάνα μάλλον με ματωμένα γόνατα ή θα με περιμένουν κάπου να φωνάξουν όλα μαζί "σούζαααααααα κύριεεεεεεε"...
Σταματάω για τσιγάρα και κοιτάω γύρω γύρω για να βρω το καλύτερο κάδρο λες και θα τραβήξω φωτό-εξώφυλο για κάνα περιοδικό. Πληρώνω τα τσιγάρα μου ρωτώντας πόσους κατοίκους έχει το χωριό και τακτοποιώ ευλαβικά τα ρέστα, σαν να με περιμένουν διόδια.
Ξανακαβαλάω, για να μπω στην κίνηση και ξεκινάω ήρεμα για να μην τρομάξουν οι παπούδες στο καφενεδάκι.
Χαιρετάω τον κόσμο στα αυτοκίνητα, και όταν βλέπω τη Συγγρού μπροστά μου, φαντασιώνομαι γύρω μου αυτοκινούμενα, γλάρους και κιρκινέζια να πετάνε και δεν απορώ που δεν δίνει ο εγκέφαλος σήμα να πάω παραπάνω από 90. Καλύτερα... μπορεί να 'χει γίδια μπροστά.
Χαμογελάω με τα τσαντήρια στον ιππόδρομο, και τις απλωμένες μπουγάδες. Αμα είχα γεννηθεί νομάδας κι εγώ, θα προτιμούσα τις πόλεις, άραγε;
Παρκάρω στη δουλειά δίπλα στους κάδους λες και πάρκαρα δίπλα Στον Πλάτανο και κάθομαι και χαζεύω τη μηχανή, μετρώντας τα μυγάκια στη ζελατίνα και υπολογίζοντας τα καύσιμα. Φαντάζομαι τα υπόλοιπα μηχανάκια σαν τουμπαρισμένες βάρκες που λιάζονται στα βότσαλα και ξεκουράζονται για το επόμενο τους ψάρεμα.
Και ξαφνικά που είμαι;
Καμπουριασμένος μπροστά σε μερικά κουμπιά, μπόλικα καλώδια, υπακούοντας εντολές, οδηγίες, ISO και πολιτικές, αυτοματοποιημέ νος αστός, συζητώντας πράματα που δεν με νοιάζουν στο παραμικρό, δέσμιος παρεξηγημένων δεσμών, ελεύθερος να φαντασιώνω και αρκετά δειλός ώστε να μην εκπληρώνω.
Με άγνωστο σκοπό, άγνωστο προορισμό, μπλεγμένα όνειρα και όραμα θολό σαν από βρώμικη ζελατίνα.
Τουλάχιστον, έχω το άρωμα του ούζου στα ρουθούνια και 24 λίτρα αμόλυβδη για να ξεδιψάσω.
Να πω ένα χταποδάκι ακόμα;
Βάζω νεκρά στα φανάρια και ονειρεύομαι ούζα στο Πόρτο Κάγιο, με φρεσκοψημένο χταποδάκι και γαύρο, τον ήλιο να μου κοκκινίζει το μέτωπο, τη μηχανή να γυαλίζει στον ήλιο παραπέρα και εγώ να ακούω το κύμα στο βοτσαλάκι, γυροσκοπώντας στα πίσω πόδια της ψάθινης καρέκλας.
Ονειρεύομαι, χταπόδια να τυλίγουν σφιχτά τη σκηνή μου στη σχάρα και τον χάρτη πιασμένο με το δίχτι στο ρεζερβουάρ, τσακισμένο σε άλλο νομό, αφού δεν παίζει ρόλο που θα καταλήξω.
Χαλαροί μαγαζάτορες να πίνουν μπύρες μαζί μου, και να λέμε για τον δρόμο που τους έταξαν και ποτέ δεν έγινε, τα παιδιά που φεύγουν για τις πόλεις, τις γυναίκες που δεν υπάρχουν, τον ξάδερφο στην αμερική που 'χει σπίτι με κολώνες δωρικές, τον Τάκη που είχε κι αυτός μηχανή, τον καρχαρία που έπιασαν χτες, ότι να 'ναι...
Ανάβει το πράσινο, και βλέπω ότι έτσι όπως στρίβει ο δρόμος μετά το στάδιο, θα πρέπει να έχει κάνα χωματόδρομο εκεί για την παραλία από κάτω. Κόβω και πάω λες και μόλις το πρωτοκαβάλησα, αλλά δε με νοιάζει. Μυρίζω τα λάδια από το μπροστινό μου DT και φαντάζομαι ότι ακολουθώ ένα πολυκαιρισμένο τρίκυκλο στα στενά του χωριού, φορτωμένο γκαζοφιάλες και σκονισμένες μπύρες για το ταβερνάκι.
Ο κόσμος στα πεζοδρόμια, μάλλον πάνε για τα χωράφια ή να ρίξουν καμιά πετονιά από το μώλο. Παιδιά δεν βλέπω... θα 'ναι σε καμιά αλάνα μάλλον με ματωμένα γόνατα ή θα με περιμένουν κάπου να φωνάξουν όλα μαζί "σούζαααααααα κύριεεεεεεε"...
Σταματάω για τσιγάρα και κοιτάω γύρω γύρω για να βρω το καλύτερο κάδρο λες και θα τραβήξω φωτό-εξώφυλο για κάνα περιοδικό. Πληρώνω τα τσιγάρα μου ρωτώντας πόσους κατοίκους έχει το χωριό και τακτοποιώ ευλαβικά τα ρέστα, σαν να με περιμένουν διόδια.
Ξανακαβαλάω, για να μπω στην κίνηση και ξεκινάω ήρεμα για να μην τρομάξουν οι παπούδες στο καφενεδάκι.
Χαιρετάω τον κόσμο στα αυτοκίνητα, και όταν βλέπω τη Συγγρού μπροστά μου, φαντασιώνομαι γύρω μου αυτοκινούμενα, γλάρους και κιρκινέζια να πετάνε και δεν απορώ που δεν δίνει ο εγκέφαλος σήμα να πάω παραπάνω από 90. Καλύτερα... μπορεί να 'χει γίδια μπροστά.
Χαμογελάω με τα τσαντήρια στον ιππόδρομο, και τις απλωμένες μπουγάδες. Αμα είχα γεννηθεί νομάδας κι εγώ, θα προτιμούσα τις πόλεις, άραγε;
Παρκάρω στη δουλειά δίπλα στους κάδους λες και πάρκαρα δίπλα Στον Πλάτανο και κάθομαι και χαζεύω τη μηχανή, μετρώντας τα μυγάκια στη ζελατίνα και υπολογίζοντας τα καύσιμα. Φαντάζομαι τα υπόλοιπα μηχανάκια σαν τουμπαρισμένες βάρκες που λιάζονται στα βότσαλα και ξεκουράζονται για το επόμενο τους ψάρεμα.
Και ξαφνικά που είμαι;
Καμπουριασμένος μπροστά σε μερικά κουμπιά, μπόλικα καλώδια, υπακούοντας εντολές, οδηγίες, ISO και πολιτικές, αυτοματοποιημέ νος αστός, συζητώντας πράματα που δεν με νοιάζουν στο παραμικρό, δέσμιος παρεξηγημένων δεσμών, ελεύθερος να φαντασιώνω και αρκετά δειλός ώστε να μην εκπληρώνω.
Με άγνωστο σκοπό, άγνωστο προορισμό, μπλεγμένα όνειρα και όραμα θολό σαν από βρώμικη ζελατίνα.
Τουλάχιστον, έχω το άρωμα του ούζου στα ρουθούνια και 24 λίτρα αμόλυβδη για να ξεδιψάσω.
Να πω ένα χταποδάκι ακόμα;
4 σχόλια:
ωραίο κείμενο!
Βόλτα Νίτσα, βόλτα...
(ευχαριστώ, ε;)
Εντάξει, θέλει μαγκιά να μπορείς να φέρεις στη μύτη σου το άρωμα του ούζου.
Επίσης η μεγαλύτερη μαγκιά απ'όλες ξες ποιά είναι; Να είσαι μπροστά στα κουμπιά και στις οθόνες και αντί να σκέφτεσαι το ούζο και να απογοητεύεσαι γιατί δεν το γεύεσαι να νιώθεις καλά γιατί το μυρίζεις.
Ε άμα ρίξεις και λιγουλάκι μέσα στην κούπα του καφέ μια τέτοια μέρα δεν πειράζει.
χιχιχι
Καλημέρα!
Λοιπόν AnD θα σου πω ένα μυστικό: Η μόνη φορά που διάβασα το κείμενο και ΔΕΝ μύρισα το ούζο ήταν αυτή η προχτεσινή.
Ολες τις (δεκάδες) άλλες φορές ερχόταν στα ρουθούνια μου, σαν το σκύλο του Πάβλωφ.
Την άλλη την μαγκιά την έχω, αλλά τη λέω ονειροπόληση. (ή και ονειροπΩληση αν προτιμάς)
:-)
Δημοσίευση σχολίου