Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Μία και μόνη μέρα.

Ξυπνάς νωρίς.
Από το φως.
Τεντώνεσαι και όλα σου τα άκρα πιέζουν ταυτόχρονα τα πλαϊνά του αντίσκηνου.
Είσαι μόνος σου.
Βλέπεις στο φως να κυλάει σε σταγόνες η πρωινή υγρασία.
Ξεσκεπάζεσαι από το τσαλακωμένο σεντόνι, καλύπτεις τα μάτια με το χέρι και χουζουρεύεις.
Αφουγκράζεσαι έξω.
Ακούς μόνο φύση.
Ανοίγεις το πλαινό νάυλον και αφήνεις μόνο τη σίτα.
Γυρνάς στο πλάι και χαζεύεις έξω.
Οι σκιές είναι μεγάλες, πρέπει να είναι πολύ νωρίς.
Βλέπεις τις πέτρες από τη χτεσινοβραδυνή φωτιά, ένα άδειο μπουκάλι από χύμα κρασί.
Στο βάθος ακούγονται γλάροι. Ισως γυρνοβολάνε σαν όρνια πάνω από κάνα καίκι που καθαρίζει τα δίχτυα του, ίσως παίζουν σαν τον Ιωανάθαν.
Ο αέρας ακούγεται στο φύλλωμα των κέδρων, και το ίδιο διακριτικά μυρίζει και το ρετσίνι τους.
Βάζεις γυαλιά και βγαίνεις έξω.
Τεντώνεσαι και πας στη θάλασσα.
Το κολπάκι είναι πολύ μικρό, πολύ ήρεμο, η θάλασσα το ίδιο και είσαι μόνος σου.
Πας μέχρι το γόνατο και αφήνεσαι να πέσεις μπροστά με τα χέρια ανοιχτά.
Μένεις εκεί για λίγο και μετά κάνεις το πρώτο μακροβούτι της ημέρας.
Το νερό δροσερό και διάφανο.
Ο βυθός τυρκουάζ από το ψιλό λευκό βότσαλο.
Τα βράχια στα πλάγια καταπράσινα από κέδρους, κάπαρη και σκίνους που κρέμονται, καλύπτουν μικρές ανήλιες σπηλιές, ίσα να χωθεί μια μικρή παρέα.
Βγάινεις έξω και ξαπλώνεις ανάσκελα στο μαλακό βότσαλο.
Ο αέρας στεγνώνει τη θάλασσα πάνω σου και ανατριχιάζεις. Δεν έχει πιάσει η ζέστη ακόμα.
Γυρνάς στο αντίσκηνο για καφέ.
Πίνεις μισό μπουκάλι νερό - πρέπει να ξαναπάς στη πηγή πριν το μεσημέρι και να το αφήσεις στη σπηλιά με βρεμένη πετσέτα.
Σκαλίζεις τα χτεσινά αποκαίδια και βρίσκεις θράκα.
Συμπληρώνεις με κλαδάκια και σε λίγο έχεις φλόγα. Αρκετή για να ψήσεις ένα καφέ.
Στρίβεις ένα τσιγάρο μπόλικο, το ανάβεις στη θράκα και πίνεις τον καφέ από το μπακιρένιο μπρίκι.
Ησυχία.
Στον ορίζοντα τίποτα. Οι γλάροι σιωπήσανε.
Κλείνεις το αντίσκηνο, τσεκάρεις τα σχοινιά του, και πιάνεις το ψαροντούφεκο.
Εναν γρήγορο έλεγχο σε βέργα, φτεράκι και λάστιχα, ένα φτύσιμο στη μάσκα, πέδιλα και ξεκινάς για τον κάβο στα δεξιά.
Ολο το κόλπο είναι να έχεις τον ήλιο πίσω σου και να αναπνέεις βαθιά και αργά.
Δεν αργεί ο πρώτος σαργός, ακολουθεί ένας χαζός σκάρος και η ψαροβελόνα συμπληρώνεται τελικά και με ακόμα ένα ψάρι, άγνωστο μέν αλλά τροφαντό δε.
Χτυπάς μόνο ότι θα φας, και σήμερα θα φας καλά.
Ο ήλιος ανεβαίνει σιγά σιγά, έχεις καθαρίσει τα τρία ψάρια, τα έχεις αφήσει σε σακούλα στη σπηλιά και πας για νερό πριν μεσημεριάσει.
Πας μέχρι τη πηγή, βαθειά στο ποτάμι που βγαίνει στο διπλανό κολπάκι. Δεν έμεινες εκεί όμως γιατί ήταν τίγκα στο κουνούπι.
Γεμίζεις νερό και ρίχνεις και μια ξάπλα στις λούμπες που σχηματίζει η κοίτη. Ωραία δροσιά.
Γυρνάς και ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά.
Κρύβεις το νερό στη σπηλιά και βουτάς στη θάλασσα.
Ξαπλώνεις βρεμένος στο βότσαλο, κάτω από τη τέντα από ξύλα και κλαδιά.
Τα πόδια σου εξέχουν από τη σκιά και τα θάβεις στα βότσαλα.
Μάλλον σε παίρνει ο ύπνος εκεί και τινάζεσαι απότομα.
Κοιτάς τριγύρω, αλλά είσαι μόνος σου.
Βουτάς στη θάλασσα με τη μάσκα.
Διάφανο, δροσερό, απογευματινό μπάνιο. Εντοπίζεις μερικά ακόμα θαλάμια για το αυριανό ψάρεμα και φτάνεις μέχρι την καταπράσινη ξέρα.
Σκαρφαλώνεις έξω και χαζεύεις από μακριά την παραλία.
Ενα μικρό κολπάκι, κάτω από απότομα και κατάφυτα βράχια, λευκό βότσαλο, τυρκουάζ νερά, το αντίσκηνο σου, ένα παρεό απλωμένο λες και κάνεις σινιάλο βοήθειας στα πλοία, αν ποτέ περάσουν μπροστά του, και τίποτε άλλο.
Πετάς τη μάσκα στο νερό και μετά βουτάς με τα πόδια από τα βράχια.
Τη πιάνεις πριν πάει στον βυθό και συνεχίζεις με μακροβούτι για όσο αντέχεις.
Φτάνεις στην ακτή και ξαπλώνεις μισός μέσα, μισός έξω να σε κουνάει ο κυματισμός της παραλίας.
Σιγά σιγά σε γυρίζει , σου παίρνει πόδια, χέρια, δίνεις μία κάνεις μια ακόμα βουτιά και βγαίνεις έξω.
Στρίβεις ένα τσιγάρο ακόμα και το φχαριστιέσαι μετρώντας τα κύματα. Ησυχία.
Χώνεσαι πάλι στο ποτάμι να μαζέψεις ξύλα για το βράδυ.
Δεν θες πολλά, ίσα να ψηθούν τα ψάρια και ένα μεγάλο μετά για να κρατήσει η θράκα μέχρι το πρωί.
Συμμαζεύεις λίγο τις πέτρες και ετοιμάζεις τη φωτιά.
Μέχρι να κάτσει έχεις ξεπλύνει τα ψάρια, τα αλάτισες και τα απλώνεις στη σχάρα που στηρίζεις ευλαβικά σε πέτρες.
Αυτή η μυρωδιά του ψαριού που έπιασες εσύ, να ψήνεται σε φωτιά που άναψες εσύ, σε παραλία που ανακάλυψες εσύ, είναι απίθανη.
Ο ήλιος πέφτει σιγά σιγά απέναντι σου και βάφει τα πάντα βαθύ πορτοκαλί.
Τα ψάρια είναι έτοιμα και ένα ένα φτάνουν στον προορισμό τους. Το πιο νόστιμο είναι ο σαργός τελικά.
Ξεπλένεσαι στη θάλασσα, και αράζεις δίπλα στη φωτιά να χαζεύεις το κόκκινο που εξαφανίζεται, τον ουρανό που σκουραίνει και τ΄άστρα που εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο.
Αφουγκράζεσαι το κύμα που δεν το βλέπεις πια, τα νυχτοπούλια από τα βράχια πίσω σου, τα τριζόνια και τους γρύλους που ξεκινάνε γιορτή.
Πέφτει κάνα αστέρι που και που, αλλά αφήνεις τις ευχές για κάναν άλλο που τις χρειάζεται.
Δεν έχεις καμία απολύτως αίσθηση του χρόνου.
Μόνο τα αστέρια που μετακινούνται στο θόλο.
Στρίβεις ένα τσιγάρο, σηκώνεσαι και πας στην ακροθαλασσιά.
Εκεί που γλύφει το κυματάκι φωσφορίζει το πλανγκτόν. Βγάζεις το παρεό και μπαίνεις σιγά σιγά μέσα στο νερό.
Το πλανγκτόν λαμπυρίζει πάνω σου και ανάβει την πορεία σου μέσα στο νερό.
Κάνεις ένα σκοτεινό μακροβούτι ταράζοντας τα νερά όσο μπορείς και φεγγοβολούν τα πάντα γύρω σου. Επιπλέεις ανάσκελα και εκατομμύρια αστέρια σε κοιτούν.
Γελάς δυνατά, δακρυσμένος από χαρά και ομορφιά.
Κρυώνεις και πας πάλι στη φωτιά.
Δυο γουλιές κρασί και ξεχύνονται τα αρώματα του στον ουρανίσκο και τη μύτη. Πριν σβήσουν ανακατεύονται με τα αρώματα των κέδρων και της βλάστησης στα βράχια, των ξύλων της παραλίας και των αλατισμένων βράχων.
Τα αστέρια μετακινούνται σταθερά. Βρίσκεις τον πολικό, που δείχνει τον βοριά πίσω από τον κάβο.
Παρατηρείς ότι το μυαλό σου δεν σκέφτεται τίποτα, αλλά αυτό δεν προκαλεί σκέψεις.
Είσαι χαλαρός, νιώθεις όμορφα.
Στηρίζεσαι στον αγκώνα σου και γυρνάς τη πλάτη στη φωτιά.
Βλέπεις το φως από τις φλόγες να παίζει στα βράχια, φτιάχνοντας σχήματα που χορεύουν.
Μπορείς νομίζεις, να ξεχωρίσεις γνώριμες φιγούρες.
Που και που πέφτει κάνα πετραδάκι από τα βράχια. Πουλιά που φωλιάζουν ή σαύρες. Η μόνη σου παρέα.
Τα άστρα έχουν αλλάξει πάλι θέση.
Πρέπει να σε πήρε ο ύπνος για αρκετή ώρα.
Η θάλασσα είναι λάδι, έχει ένα πολύ ελαφρύ αεράκι, η φωτιά σιγοκαίει δίπλα σου, αλλά και μέσα σου.
Σε παίρνει ο ύπνος και για απόψε.

1 σχόλιο:

AnD είπε...

Mμμ...τι ωραία.. και μετά από κανα-δυο μέρες να έρθει και το κορίτσι να της συστήσεις τ'αστέρια σου...