Τόσο:
7,3 λίτρα για κάθε 100 χλμ.
Τόσο έριξα την κατανάλωση οδηγώντας με 90-100 επί 1000 χλμ.
Παγκόσμιο ρεκόρ, καθώς προ κρίσης έβλεπα από 9,5 το λιγότερο μέχρι και 11 αν το πάταγα.
Η μικρότερη διαφορά δηλαδή είναι 2,5 λίτρα ανά 100 χλμ, άρα στα 1000 του ταξιδιού 25 λίτρα επί 1,7 = 42 ευρουλάκια τουλάχιστον, δηλαδή εξοικονόμησα δύο (και τρία θα σου πω) ωραιότατα γεύματα (δηλαδή δεκάδες τσιπουρα στο καφενείο, με εκατοντάδες μεζέδες)
Ασε που άμα τα έκαιγα βενζίνη, αντε να έφτανα τρία τέταρτα νωρίτερα και πολύ πιο κουρασμένος.
Επίσης για να έρθω Αθήνα έκανα 6 ώρες. Οσο έκανα και παλιά.
Αλλά τώρα δεν σταμάτησα πουθένα.
Αρα δεν γάζωσα τον χάρτη ως πρόεδρος των Φίλων του Βενζινά.
Οχι αυτή τη φορά.
Αλλά -επειδή με πάω και δε μου χαλάω χατήρι- με μία μικρή παράκαμψη στην επιστροφή, βρέθηκα σε έναν αγαπημένο μικρό παράδεισο που χρώσταγα επίσκεψη.
Αυτόν!
Είχαν προηγηθεί όμως κι άλλα.
Οπως ένα απίστευτο μουσκίδι το Σάββατο, σε μια καταιγίδα από αυτές που άκουσες στις ειδήσεις αυτές τις μέρες. Μπότες, αδιάβροχα, όλα ανίσχυρα μπροστά σε τόσο νερό, ακόμα κι αν χρειάστηκε να πεταχτούμε μόνο δίπλα για να φέρουμε ξύλα.
Την Κυριακή όμως με με αρκετά καλύτερο καιρό βγήκα για ένα χαλαρό τρεξιματάκι 5Κ, παρέα μ' ένα φίλο.
Καλύτερος σημαίνει: ήλιος, βροχή, καταιγίδα, ψιχάλα, ζέστη, αέρας, κεραυνοί, αλλά τίποτα από αυτά για πάνω από 10 λεπτά.
Για τους γνώστες από το γεφύρι Κόκορη μέχρι το γεφύρι Μήσιου. Για τους άλλους βάζω φωτό της διαδρομής:
Ασχετο καλντερίμι, ίσα για να φάνε λεφτά.
Τα μονοπάτια φαίνεται λερώνουν τα παπούτσια των τουριστώνανε.
Διακλάδωση για Κουκούλι
Πολλά νερά.
Το γεφύρι του Μήσιου
Το γεφύρι ξανά.
Οταν γυρνάγαμε έριχνε καταιγίδα και ακριβώς τη στιγμή που το περνάγαμε έριχνε και κεραυνούς εκεί δίπλα. Το περάσαμε σε 7 εκατοστά του δευτερολέπτου.
Το μονοπάτι δίπλα στην όχθη.
Νεραϊδότοπος.
Κατεβάζει νερό κάργα ο Βοιδομάτης.
Ωραίο, στρωμένο, μαλακό.
Παραποτάμιο πάνω από τα βραχάκια
Ναι - γλίστραγε.
Να κι η διαδρομή, τμήμα του Μαραθώνιου Ζαγορίου, που σε προκαλεί να συνεχίσεις μέσα στο φαράγγι. Δυστυχώς την έκοβε το νερό καθώς πέρναγε μέσα από την κοίτη.
Οψόμεθα.
Μετά το τρεξιματάκι και τα τεντώματα πήγαμε καφενείο, ήπιαμε κάτι ισοτονικά τσίπουρα που μου κόψανε τα πόδια (ήμουν λες και έτρεξα 25άρι) και το απόγευμα της επομένης αφού προσκύνησα στον παράδεισο που λέγαμε και νύχτωσε πλέον, πήρα γι ακόμα μία φορά, το δρόμο της επιστροφής σφυρίζοντας, όχι στο ηλιοβασίλεμα αλλά στην πανσέληνο.