Βράδυ γιορτής προχτές στο σπίτι, λίγοι και καλοί οι επισκέπτες -16 με μερικές απώλειες λόγω καθημερινής- και θα τους μεζέδωνα - όπως συνηθίζω.
Φετινό Μενού:
Λουκανικάκια Φρανκφούρτης με Γραβιέρα και Ντοματίνια.
Βιολογικά Πατατάκια στο Φούρνο με Καπνιστό Χοιρινό.
Σαλάτα Αχνιστών Λαχανικών με σως Ντιζόν.
ΣοκολατοΚαρυδόπιτα με παγωτό μαστίχα.
Τσίπρα, κρασά, μπύρες, λικέρ.
Αναλυτικά:
Λουκανικάκια:
Βραστά, ντανιασμένα όμορφα, στολισμένα με πρασινάδες και ντοματίνια και δίπλα μισό κιλό γραβιέρα με ντοματίνια και άπειρες μπακέτες σε φέτες.
Σιγουράντζα, κόβει την πείνα και με καυτερή Ντιζόν και μια καπνιστή κέτσαπ κατεβάζει και αλκοόλ.
Πατάτες:
Βιολογικά μαγειρεμένα
αλά Τζέιμι Ολιβερ. Μόνο που δεν έβαλα δεντρολίβανο γιατί έχει ιδιαίτερο άρωμα, αλλά ανακάτεψα στο ταψί δυο πακέτα (500-600γρ) σύγλινο Μάνης καπνιστό, ζέσταμα, ανακάτεμα, αρώματα παντού.
Οι πατάτες αρέσαν στην αρχόντισσα των πατατών φούρνου που με τίμησε, οπότε δοκιμάστε τις ανεπιφύλακτα. Και που να τις έτρωγε ζεστές κι όχι δυόμιση ώρες μετά...
Σαλάτα:
Δυο μεγάλα μπρόκολα και ένα μεγάλο κουνουπίδι, πλύθηκαν ευλαβικά, κόπηκαν σε μπουκετάκια και αχνίστηκαν ίσα να κρατσανάνε λίγο. Εκανα και μια σάλτσα με μπόλικο ελαιόλαδο, λεμόνια, αλάτι, φρέσκο πιπέρι και μουστάρδα ντιζόν, που τα έλουσε με έξτρα αρώματα.
Γύρω γύρω, βραστά καρότα και ντοματίνια.
Ανάρπαστα από τους περισσότερους - κάτι έμαθαν φαίνεται απ' τους διαιτολόγους.
Γλυκό:
Καρυδόπιτα με σοκολάτα και παγωτό μαστίχα, οκτασφράγιστο μυστικό μαμάς Τσοκορέλου.
Ποτό:
Ολα αυτά γλυστρίσανε με τσίπρα Καλπακίου (ποικ. Ντεμπίνα παρακαλώ) Μοσχόμαυρα Τσάνταλη, μπύρες λιντλ, και ένα μπουκάλι λικέρ κουμκουάτ.
Λάντζα:
Ξηγήθηκε σπαθί η Σοφία.
Αν και τα πολλά πιάτα ήταν πλαστικά, είσαι θεά και θα σας κάνω τραπέζι σούπερ λουξ.
(μη κολώσεις - θα πλύνω εγώ)
Ωραία βραδιά, πολλά τα νέα, πολλά τα σχέδια, παραδόξως αντέξαμε όλοι παρ'ότι καθημερινή, πολλά χαμόγελα, κονόμησα ένα ωραίο φούτερ με κουκούλα -Champion όντας μεγάλος πρωταθλητής- που ήθελα για μετά τα τρεξίματα, το "
Κι άσε τον κόσμο τον μεγάλο να γυρίζει", ένα τρεξιματικό μακρυμάνικο και ένα headband Asics, ένα
καταπληκτικό πουκάμισο, κι ένα μάλλινο χιπστερικό γιλέκο που ευγενικά το αρνήθηκα καθώς θα πήγαινε χαμένο σε εμένα που είμαι βλάχος. Μετράει ως δώρο όμως.
Τέλος, εγώ μου πήρα το "
Πάντα καλά" του Μάτεση, που μου το είχε προτείνει η Elisa Day εδώ μέσα.
Φιλιά, καληνύχτες, ήδη έχω στο νου μου το μενού της επόμενης συμάζωξης, λίγο μουσική με τον Τζακ για να χαλαρώσω και ύπνο.
Μέρος Δεύτερο:
Μερικές Ωρες Μετά
(άρα μέχρι εδώ ήταν το πρώτο - ξέρεις πια)
04:45 έλεγε το ρολόι στο φούρνο.
Το τραπεζάκι του σαλονιού τίγκα στα ποτήρια, τα πιάτα του γλυκού πλυμένα , ταψιά με φαγητά και περισσέματα γλυκού στον πάγκο.
Πλέον χάραμα Παρασκευής -την επομένη της γιορτής μου δηλαδή- και μ' ένα ποτήρι νερό στο χέρι, κοιτούσα
σκεφτικός απορημένος το ρολόι όχι λόγω της ώρας, αλλά λόγω του ονείρου που μόλις είχα δει.
Φέρτε μπύρες - βάλτε πατατάκια,
κατεβάστε τα τηλέφωνα κι ακούστε:
Ημουν -λέει- σπίτι, αλλά το σπίτι ήταν κάτι σαν πολυκατάστημα.
Σκάλες ίσως και κυλιόμενες, ενιαίοι χώροι, πολλά πράματα παντού. Ισως και να ήμουν σε πολυκατάστημα και να ένιωθα σαν στο σπίτι μου, γεγονός παράδοξο βέβαια έως αδύνατον.
Το 'σπίτι μου' ήταν στον τελευταίο όροφο, χαιρέτησα κάποιον που ήμασταν μαζί και κίνησα να κατέβω από τις σκάλες.
Στον κάτω όροφο μέσα από σκοτάδια και καπνούς πετάχτηκε μπροστά μου ένας ψηλόλιγνος κλόουν.
|
Σαν αυτόν! |
(Επί την ευκαιρία: δεν κατάλαβα πότε γιατί οι αμερικάνοι φοβούνται τους κλόουνς.)
Δεν τον φοβήθηκα, αλλά τραβήχτηκα πίσω (που ξέρεις;) και ξανανέβηκα πάνω.
Σε λίγο ξανακατέβηκα, σκοτάδια, καπνοί, πετάγεται από αλλού ο κλόουν, πηδάω 10-10 τα σκαλιά κατεβαινω στον παρακάτω όροφο, ξανά ο κλόουν να πετάγεται μπροστά μου -όχι απειλητικά, απλά πεταγόνταν- κι έτσι ψηλός κι αδύνατος όπως ήταν, φαινόταν δυο φορές μαλάκας κι ενοχλητικός.
Πήδαγα τα σκαλιά εγώ, καπνοί, πεταγόνταν αυτός από το πουθενά, σκοτάδια, ανέβαινα κάνα όροφο, ξανακατέβαινα, ξανακαπνοί και ξανασκοτάδια, αυτό το βιολί γινόταν μέχρι που από κάπου εμφανίζεται μια κοπελιά και μου λέει συνομοτικά 'έλα μαζί μου'.
Με αρπάζει, φεύγουμε τρέχοντας, "Εχεις αμάξι;" λέει - "Εχω" λέω, μπαίνουμε μέσα, έδινε οδηγίες και απομακρυνόμασταν προς τας εξοχάς.
Η κοπελιά μελαχρινή, ίσια μαλλιά, ένα μαύρο φορεματάκι, λίγο αλητάκι, απλή, τι είχα να χάσω, τουλάχιστον ήταν καλύτερα βαμένη από τον κλόουν.
Φτάσαμε βαθύ σούρουπο πλέον - ίσα που έβλεπα - σε ένα απομονωμένο εξοχικό σπίτι που βρίσκονταν στο κέντρο ενός οροπέδιου πίσω από απαλούς χορταριασμένους λόφους.
Γεφύρι δεν είχε.
Νομίζω ήταν ξύλινο και φαινόταν αρκετά πρόχειρα κατασκευασμένο.
Η κοπελιά είχε ήδη μπει μέσα, μπαίνω κι εγώ σε λίγο, 'μισό - έρχομαι!' μου φωνάζει από κάπου, είχε ένα σαλόνι με ξύλινα έπιπλα, μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν γύρω γύρω, πόρτα με σίτα, δεν είχαμε ανάψει φώτα αλλά έβλεπα αρκετά καλά, πήγα τουαλέτα που είχε ένα παραθυράκι στην αυλή όταν άκουσα έξω βήματα.
Η κοπέλα ήταν σιγουρα μέσα - θα πέρναγε από μπροστά μου για να βγει, εκτός αν υπήρχε πίσω πόρτα - δεν ήξερα αν θα έπρεπε να ανησυχήσω και να το τσεκάρω, αλλά στην τελικά δεν ήξερα τίποτα γενικώς. Από το κυνήγι κλόουν, βρέθηκα σε μία έρημη ερημιά με μία άγνωστη.
Τελικά πάω στην πόρτα και κοιτάω έξω μέσα από την σίτα.
Βλέπω στην αυλή δεκάδες τραπέζια ενωμένα και στρωμένα σαν σε γάμο κι εκατοντάδες κόσμου να κάθεται με τα καλά του, όλοι ακίνητοι, αμίλητοι και στα σκοτάδια.
Πριν προλάβω να ανησυχήσω βλέπω φώτα, φτάνει ένα αυτοκίνητο και παρκάρει δίπλα στο δικό μου φωτίζοντας προς το μέρος μας, όταν ανάβουν ταυτόχρονα σειρές λαμπιονών πάνω από τα τραπέζια, ξεκινάνε μουσικές, το ίδιο δευτερόλεπτο αρχίζουν όλοι το γλέντι, τα γέλια, φωνές, δυνατή μουσική, χορός ανάμεσα στα τραπέζια, χαμός.
Ηρθε δίπλα μου η κοπέλα (κρίμα να μην έχει όνομα) περνάει το χέρι της στο δικό μου και κοιτούσε έξω μαζί μου γερμένη πάνω μου και χαμογελώντας ικανοποιημένη.
Εν τω μεταξύ ένας κύριος 55άρης είχε βγει από το σκούρο αυτοκίνητο, και περπατούσε προς το σπίτι φορώντας καπέλο και κρατώντας μια δερμάτινη τσάντα γραφείου.
Βλέποντας το χαμό, τραντάχτηκε σα να χτύπησε σε αόρατο τοίχο, έμεινε ακίνητος για μερικές στιγμές, γύρισε πίσω στο αυτοκίνητο του, έβαλε μπρος, έκανε μανούβρα κι έφυγε ήρεμα όπως ήρθε.
Τότε ο χαμός διπλασιάστηκε!
Είχαν σηκωθεί όλοι, χειροκροτούσαν και χόρευαν παντού, γέλια, φωνές, η κοπέλα βγήκε έξω και χόρευε μαζί τους, την ακολούθησα κι εγώ μέσα στον χείμαρο από κόσμο και κάπως κατάλαβα - χωρίς να μου το πει κανείς - ότι μόλις είχαμε απωθήσει / διώξει τον κακό εκπρόσωπο κάποιας υπηρεσίες που θα κατείσχε το σπίτι.
Τώρα της κοπέλας ήταν; όλων; κάποιου άλλου; δεν έμαθα. Τον διώξαμε όμως και ήταν όλοι μέσα στη τρελλή χαρά.
Διακτινιστήκαμε σε ένα τεράστιο σπίτι με δεκάδες δωμάτια, άπειρο κόσμο παντού, όλοι χαρούμενοι να συγχαίρονται, μυριάδες χαμόγελα, αγκαλιές, φιλιά, θύμιζε κοινόβιο με γλέντι τρικούβερτο και τότε ήταν που ξύπνησα για κατούρημα, νερό και την περισυλλογή που σου 'λεγα μπροστά στο φούρνο.
Ξαναπήγα για ύπνο προσπαθώντας να φτιάξω τη συνέχεια -καθώς το γκομενάκι το είχα συμπαθήσει πολύ- αλλά τελικά ξύπνησα μετά από αρκετές ώρες, χωρίς άλλες εμπειρίες.
Κρίμα...