Δάδα
Αρχική σημασία: δαυλός, πυρσός εκ δαδίου, λαμπάς, κομμάτι ξύλου από την καρδιά ρητινώδους δέντρου, συνήθ. πεύκου, που το άναβαν και το χρησιμοποιούσαν ως φωτιστικό μέσο.
Ετυμολογείται από το αρχαίο δας (αιτ. δάδα), παράγωγο ουσ. του ρήματος δαίω (= ανάβω, κάνω κάτι να καίει).
Από το δαίω ετυμολογείται και ο δαυλός: επίμηκες ξύλο προορισμένο να καεί, κυρίως για φωτισμό, αλλά και για θέρμανση ή για μαγείρεμα.
Αρχική σημασία της λέξης: ο πυκνώς πεφυτευμένος, δασύς, πυκνός και στη συνέχεια: δασύ ημίφλεκτον ξύλον (Ησύχιος).
Η λέξη, που στην αρχαία εμφανίζεται ως δαλός, επανεμφανίζεται στη μεσαιωνική ελληνική: βάστα τούτους τσι δαυλούς, προθυμερά τσι πιάσε (Θυσ. 740).
Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος αναφέρει διαλεκτικούς τύπους: δαλός, δαβελός ή δαιελός.
www.asprilexi.com
Κι ακόμα μία
Πριν από 4 εβδομάδες
1 σχόλιο:
θέλουμε καινούριο ποστ,
φτάνει πια η δάδα!!!
χχχ
Ε.
Δημοσίευση σχολίου