Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Εννιά βράδια : εφτά όνειρα


Αποφάσισα να μη σου πω πως πέρασα.


Θα σου πω όμως τι όνειρα είδα.





Γόνατο.
Είδα ότι κατάφερα να βρω στο τηλέφωνο τον φυσιοθεραπευτή μου επιτέλους , για να μου φτιάξει το γόνατο. Χαρούμενο ξύπνημα αν και με πονεμένο γόνατο.

Συνέδριο.
Περπατούσα κάπου και πέτυχα έναν άγνωστο τύπο στο δρόμο. Πήγαμε μαζί σε ένα συνέδριο. Εγώ ήμουν μέσα στη σαχλαμάρα, τη φιγούρα και τις κρυάδες, μέχρι που μου την είπε άγρια μία κυρία μέσα στο συνεδριακό κέντρο, κλείνοντας με ένα αυστηρό και επικριτικό «την ξέρω εγώ τη φυσιογνωμία σου». Καταντράπηκα και λούφαξα στη θέση μου. Από πίσω μου, με φυσούσε το aircondition και είχα ξυλιάσει μαζί με πονοκέφαλο. Ξύπνησα μούσκεμα από τη ζέστη.

Πόλεμος.
Σαν μέλος σε συμμορία που παίζαμε πόλεμο. Εγώ ήμουν ελεύθερος σκοπευτής. Τα οπλά δεν σκότωναν – κάτι σαν paintball χωρίς μπογιές. Δεν ήξερα κανέναν τους. Το πεδίο ήταν μία πόλη με παρατημένα κτίρια, παλιά εργοστάσια κλπ. Επαιζα, κρυβόμουν, πυροβολούσα, άλλαζα θέση, ξαναπυροβολούσα. Ημουν καλός - τους είχα φάει όλους.

Πρώην.
Την πέτυχα στη γειτονιά μου με τα πόδια, να πηγαίνει προς το κέντρο που δούλευε εκεί για λίγο. Μετά είπε θα πήγαινε στην Τήνο. Πήγαμε μαζί σε ένα σπιτι/αποθήκη κάποιων παιδιών που εγώ έπαιρνα ανταλλακτικά. Εκεί ζούσε η γιαγιά τους με την οποία πιάσαμε κουβέντα για τα παλιά, για παραδόσεις, κλπ.  Εγώ το έπαιζα αδιάφορος. Τις άλλες μέρες την έβλεπα ξανά να περπατά και άλλαζα δρόμο.

Ξενοδοχειακά.
Ζαγοροχώρια, χειμώνας, χιόνια, κρύο. Δούλευα στον ξενώνα ενός φίλου. Ένα ζευγάρι πελάτες είχε έναν καναπέ στο δωμάτιο του που δεν τον ήθελε, ο οποίος ήταν δικός μου. Τον έβγαλα λοιπόν έξω, και τον φόρτωσα στη σχάρα του αυτοκινήτου. Τότε το ζευγάρι με φωνάζει για να δω κάτι στους θόλους του αυτοκινήτου του που έτρεχαν κάτι υγρά, οπότε βλέπω τον Τζίμη Πανούση να βγαίνει από ένα καλντερίμι, να παίρνει τον καναπέ και να φεύγει τρέχοντας. «Ξέρω που μένει» σκέφτηκα και συνέχισα.
Μετά πήγα να τον βρω και μπήκα σε ένα τεράστιο άδειο σπίτι που έψαχνα με τις ώρες.

Αγορές.
Σε μία πόλη – μάλλον Αθήνα – περπατούσα στην αγορά όταν με σταμάτησαν για μια έρευνα αγοράς. Εγώ δεν δέχομαι και σταματάνε μια κοπέλα. Συνεχίζω τις βόλτες  και ώρες μετά, ξαναπαερνάω από εκεί και βλέπω την κοπέλα ακόμα εκεί. Ενώ πριν την ρώταγαν για καφέδες, τώρα την είχαν βρει βολικιά και δοκίμαζε νυχτικά, πυτζάμες κλπ και μάλιστα τα αγόραζε και επιτόπου. Τότε πέτυχα ένα φίλο τον Π.Σ. και στο πορτ μπαγκάζ του κτελ (μη το ψάχνεις) είχα 5 τσουβάλια πέλετς (καύσιμο για σόμπες) και 5 τσουβάλια μπαχαρικά ανάμικτα με μπλε ετικέτα και μέσα σε ματσάκια τα μπαχαρικά, να σχηματίζουν ένα στρογγυλό στεφάνι. Τα πέλετς ήταν μαϊμού και αμφιβάλλαμε ότι θα άναβαν, οπότε βρήκαμε τον πωλητή τους και του είπαμε τα καθέκαστα. Εκείνος σε κάποια στιγμή που δεν κοιτάγαμε, εξαφανίστηκε.

Ψαροντούφεκο.
Βαθειά, πεντακάθαρα, διάφανα και σκοτεινά νερά. Εβλεπα μέχρι τα 30-40 μέτρα όπου ξεχώριζαν μεγάλοι βράχινοι όγκοι. Ο βυθός δεν φαίνονταν.  Ενας κάθετος τοίχος έφτανε μέχρι εκεί. Είδα ένα κτηνώδες πετρόψαρο, μάλλον στήρα ήταν, κοντά στα 20 κιλά να σουλατσάρει αργά. Ηταν βαθειά αλλά θα το έφτανα.  Βούτηξα και ενώ κατέβαινα είδα ότι είχε παντού τέτοια ψάρια και μεγαλύτερα, να βολτάρουν αμέριμνα. Δεν είχε νόημα να του ρίξω. Ηταν πολύ εύκολο. Βγήκα στην επιφάνεια κολημμένος στον βράχο και είδα ότι στην κορυφή του είχε πεζούλι με τα τραπέζια ενός ουζερί. Βγήκα έξω κι έκατσα στον προβλήτα με τη στολή.



Αυτά τα ολίγα.
Άλλα δένουν, άλλα δεν δένουν με την πραγματικότητα.
Σπάνια πια βλέπω/θυμάμαι όνειρα, και καταχάρηκα που το σύστημα δουλεύει ακόμα, αλλά και που τέσσερα απο αυτά τα είδα το ίδιο βράδυ.

Οχι ότι δεν ξύπνησα απορημένος, βέβαια...



3 σχόλια:

fool είπε...

Welcome back dreamer. Ελπίζω να γέμισες μπαταρίες.

Chocorello είπε...

Θενκς :-)
δεν τα πήγα κι άσχημα...

Chocorello είπε...

Παράρτημα: ένα χρόνο μετά το ποστ, ο φίλος με τον ξενώνα και το όνειρο του καναπε μου χάρισε έναν καναπε που είχε σε ένα δωμάτιο και δεν τον ήθελε πιά!!! Δεν διαβάζει το μπλογκ, δεν ξέρει καν τι είναι το ιντερνετ...